
Ήξερα ήδη πώς πολλοί έρχονται στην Τουρκία για να περάσουν απέναντι στην Ευρώπη με βάρκες. Ρώτησα κάποιους φίλους Σύριους και μου εξήγησαν πώς πρέπει να πάω στην πόλη «Izmir» («Σμύρνη») και μου έδωσαν τον τηλεφωνικό αριθμό ενός προσώπου, μέσω του οποίου κατάφεραν να φύγουν και άλλοι φίλοι. Τηλεφώνησα και δήλωσα πως θέλω να έρθω στην Ελλάδα. Συζητήσαμε για το κόστος και τις λεπτομέρειες του ταξιδιού. Το σκάφος ήταν φουσκωτό. Το κόστος ήταν 1200 ευρώ.
Συνήθως το σκάφος οδηγείται στα κοντινότερα από το «Izmir» ελληνικά νησιά, όπως η Σάμος, η Χίος, η Μυτιλήνη, το Φαρμακονήσι, το Αγαθονήσι. Βόρεια ή νότια του Izmir. Το κέντρο είναι το Izmir. Εκεί συρρέουν οι άνθρωποι που θέλουν να περάσουν στην Ευρώπη. Λένε ότι κάποια νησιά είναι πιο δυσπρόσιτα επειδή η ελληνική αστυνομία έχει ισχυρές δυνάμεις στα σύνορα.
Δεν είναι δύσκολο να βρεις κάποιον. Είναι πολύ εύκολο. Και μπορούμε να συζητήσουμε για την τιμή, το νησί που θέλουμε να αποβιβαστούμε κ.α. Αφού συμφωνήσουμε με τον μεταφορέα τοποθετούμε τα λεφτά σε μια τράπεζα. Δεν του τα δίνεις προσωπικά. Αφού καταθέσουμε τα λεφτά παίρνουμε έναν κωδικό. Μας καλούν να μαζευτούμε σε ένα σημείο. Από κει μας βάζουν σε ένα minibus ανα τέσσερις και μας οδηγούν σε κάποιο λιμανάκι. Δεν μπορείς να δεις ποιο είναι το σημείο αυτό καθώς οδηγούν για δυο ώρες μέσα στη νύχτα. Όταν φτάσουμε στο λιμανάκι, δίνουμε τον κωδικό για να ανέβουμε στο σκάφος. Το μέγεθος του σκάφους ποικίλει. Μπορεί να πάρει από 30 μέχρι 50 άτομα.
Έχουν από πριν επιλέξει έναν από μας και του έχουν ήδη μάθει πώς να οδηγεί το σκάφος. Αυτός δεν πληρώνει ταρίφα. Πηγαίνει δωρεάν επειδή είναι οδηγός. Όταν ανέβεις στο σκάφος δεν είσαι σε θέση να κινηθείς. Είναι πολύ στενόχωρα. Ξεκινάνε πάντα νύχτα, μετά τα μεσάνυχτα. Επειδή είναι σκοτεινά και δεν φαίνεται τίποτα μας δείχνουν ένα φως και μας λένε να κατευθυνθούμε προς τα κει.
Είναι επικίνδυνο. Πολλοί έχουν πεθάνει. Πολλές φορές παρουσιάζει πρόβλημα η γεννήτρια και μπορεί το σκάφος να σε αφήσει στη μέση του πελάγους. Και περνάς πολλές ώρες εκεί, μέχρι κάποιος να καλέσει την Τούρκικη μεριά να μας φέρει πίσω. Πολλοί πεθαίνουν. Πολλοί επιτυγχάνουν. Πολλοί αποτυγχάνουν και ξαναπροσπαθούν.
Εγώ την πρώτη φορά απέτυχα. Έφτασα πολύ κοντά στο νησί της Μυτιλήνης, στα 300 – 400 μέτρα από το νησί. Είδαμε ένα ελληνικό ταχύπλοο. Ήταν το ελληνικό λιμενικό. Συνήθως όταν οι άνθρωποι βλέπουν το σκάφος του λιμενικού κόβουν τη βάρκα ώστε αυτή να βουλιάξει. Γιατί φοβούνται πως αν δεν το κάνουν θα τους εξαναγκάσουν να γυρίσουν πίσω. Έτσι μας είπαν και από την Τουρκία: «Μόλις δείτε ελληνικό σκάφος, τρυπήστε το φουσκωτό, γιατί θα σας στείλουν πίσω».
Αυτό που συνέβη σε μένα την πρώτη φορά ήταν ότι δεν τρυπήσαμε το σκάφος. Με το που τους είδαμε να έρχονται, συζητήσαμε πολύ γρήγορα αν θα τρυπήσουμε το σκάφος. Κάποιοι ήταν αποφασισμένοι. Κάποιοι άλλοι παρακάλεσαν να μην το κάνουμε. Υπήρχαν παιδιά και γυναίκες στο σκάφος. Αποφασίσαμε να μην τρυπήσουμε το φουσκωτό. Ένας αστυνομικός από το ελληνικό σκάφος επιβιβάστηκε στο δικό μας σήκωσε τα χέρια και μας είπε πως θα μας οδηγήσει με ασφάλεια στην Ελλάδα. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βγάλει τα σωσίβια από τα παιδιά που βρίσκονταν στο σκάφος. Έπειτα πήγε στη θέση του οδηγού και άλλαξε την πορεία προς την Τουρκία. Το καταλάβαμε αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα. Μπορεί αν κάναμε κάτι να μας άφηνε μεσοπέλαγα μόνους.
Υπήρχαν δυο ελληνικά σκάφη. Το ένα που παρατηρούσε από απόσταση αν ερχόντουσαν οι Τούρκοι και το άλλο που πλεύριζε το σκάφος μας. Φτάσαμε πίσω στην τούρκικη πλευρά. Πριν φτάσουμε ο έλληνας αστυνομικός μας έψαξε και μας πήρε τις τσάντες. Από μένα πήρε ένα σακίδιο όπου φύλαγα το διαβατήριό μου, το κινητό μου και κάποια χρήματα. Φυλάγαμε τα αντικείμενά μας με αδιάβροχο περιτύλιγμα ώστε να μη χαλάσουν αν πέσουν στη θάλασσα. Ο αστυνομικός άρχισε να τα ψάχνει. Έβγαλε ένα μαχαίρι και άνοιξε το περιτύλιγμα. Είχα μέσα και διακόσια ευρώ. Όταν ξεκινήσαμε από την Τουρκία μας είχαν προειδοποιήσει να μην πάρουμε χρήματα μαζί μας γιατί υπάρχουν κάποιοι έλληνες αστυνομικοί που τα κλέβουν. Έτσι οι περισσότεροι παίρνουν μαζί τους ελάχιστά χρήματα. Ίσως πενήντα ευρώ. Τα υπόλοιπα τα βάζουν σε μια τράπεζα για να τα βγάλουν όταν φτάσουν στην Ελλάδα. Εγώ είχα διακόσια ευρώ. Οι άλλοι είχανε λιγότερα. Δεν πήραν τα πορτοφόλια όλων των ανθρώπων στη βάρκα. Εγώ ήμουν ένας από αυτούς που τους το πήραν. Το άνοιξε, έβγαλε κάτι και το έβαλε στην τσάντα του. Όταν του είπα να μου δώσει πίσω την τσάντα μου απάντησε ήρεμα πως θα μου την επιστρέψει αρκεί να περίμενα. Γνώριζε πως σε λιγότερο από δέκα λεπτά θα φτάναμε στην Τουρκία.
Κινείτο συνεχώς μέσα στη βάρκα και υπήρχαν πολλά άτομα. Πριν φτάσουμε στην Τουρκία αποσυνέδεσε τον σωλήνα από τον οποίο περνάει το καύσιμο για να πάει στον κινητήρα και να κινηθεί το πλοίο, ώστε να μην μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Πριν φύγει μου πέταξε την τσάντα και πήδηξε στο ελληνικό σκάφος. Την άνοιξα αμέσως. Ήξερα ότι κάτι θα έλειπε. Είχα ακούσει ιστορίες από ανθρώπους που έχασαν τα αντικείμενά τους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Γι’ αυτό και πολλοί προτιμούν να μην κουβαλούν καθόλου λεφτά κατά τη μετακίνηση. Τα βάζουν στην τράπεζα και τα βγάζουν όταν φτάνουν στην Ελλάδα. Είδα ότι έλειπε το πορτοφόλι μου. Το κινητό το άφησε. Αλλά μέσα στο πορτοφόλι δεν είχα μόνο τα λεφτά. Είχα και την ταυτότητά μου.
Αυτό συνέβη σε πολλούς ανθρώπους. Μερικές φορές πετάνε ακόμα και τα διαβατήρια στη θάλασσα. Γνωρίζω για μια περίπτωση που συνέβη σε ανθρώπους που έφτασαν κοντά στη Σάμο. Είδαν ένα σκάφος – δεν ήταν του λιμενικού- στρατιωτικό και ανθρώπους με μάσκες. Τρύπησαν τη βάρκα τους. Όμως τους εγκατέλειψαν στη θάλασσα. Κάποιους τους ανέβασαν στο ελληνικό σκάφος και με την απειλή του όπλου τους ανάγκασαν να δώσουν όλα τους τα χρήματα. Ορισμένους τους ξυλοκόπησαν. Ξέρω έναν άνθρωπο που του πέταξαν επίτηδες το διαβατήριο στην θάλασσα. Γύρισε πίσω στην Τουρκία χωρίς χαρτιά.
Μόλις λοιπόν ο αστυνομικός άφησε το σκάφος μας τηλεφώνησα στην Τουρκική αστυνομία για να μας βγάλουν από τη θάλασσα. Μας τράβηξαν και μας έβαλαν σε ένα στρατόπεδο για μια εβδομάδα. Συνήθως σε οδηγούν σε ένα τμήμα και σε αφήνουν μετά από κάποιες ώρες. Αλλά επειδή εμάς μας πήγαν σε στρατιωτική μονάδα μας κράτησαν για μια εβδομάδα. Έπειτα μας άφησαν.
Κάλεσα έναν άλλο άνθρωπο για να κάνουμε μια νέα συμφωνία μετακίνησης. Το ίδιο πράγματα. Κατάθεση χρημάτων. Συνάντηση σε ένα σημείο. Μετακίνηση μια νύχτα με ένα μικρό λεωφορείο. Επιβίβαση στο σκάφος. Μόνο που αυτή η δεύτερη προσπάθεια ήταν επιτυχής. Κανείς δεν μας έπιασε.
Αποβιβαστήκαμε στην ακτή, στο Αγαθονήσι, στη πλευρά που δεν είχε σπίτια και κατοίκους. Δε θέλαμε να μας δει κανείς. Κατεβήκαμε από το φουσκωτό και το σκίσαμε γιατί φοβηθήκαμε. Έπειτα κάλεσα την υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών στην Αθήνα και τους ενημέρωσα ότι βρισκόμασταν 48 άτομα στο Αγαθονήσι και χρειαζόμαστε τροφή και νερό. Τους τηλεφώνησα γιατί φοβήθηκα. Αν η αστυνομία μας έπιανε και μας ανάγκαζε να γυρίσουμε πίσω θα τους απαντούσα ότι τα Ηνωμένα Έθνη ήξεραν ότι κάποιοι πρόσφυγες βρίσκονται στο νησί. Ο άνθρωπος από τα Η.Ε μου είπε να ηρεμίσω, να τηλεφωνήσω στο αστυνομικό τμήμα του νησιού και θα μας βρουν.
Περπατήσαμε μισή ώρα προς τη μεριά του οικισμού. Είδαμε σπίτια και εκκλησίες και πήραμε την αστυνομία. Μας έπιασαν και πήραν τα τηλέφωνα, τα διαβατήρια μας, τα αντικείμενα και μας πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. Ήμασταν πολύ διψασμένοι αλλά όταν τους ζητήσαμε νερό δε μας έδωσαν. Έπειτα κατέγραψαν όλα μας τα ονόματα και τις πληροφορίες. Μας έβαλαν σε δυο μικρά δωμάτια σαν μικρές φυλακές. Μέσα είχε τις τουαλέτες και μας είπαν πως μπορούμε να πιούμε νερό από εκεί.
Μείναμε στα δυο δωμάτια αλλά ήμασταν πολλοί. Το μέρος ήταν πολύ μικρό. Περιμέναμε μέχρι να ελέγξουν τα χαρτιά μας. Τους ζητήσαμε τροφή και μας έφεραν. Επειδή ο χώρος ήταν στενός και επειδή έκανε κρύο αφήσαμε τις γυναίκες και τα παιδιά να κοιμηθούν μέσα στα δωμάτια και εμείς ανεβήκαμε πάνω στην αυλή της φυλακής. Όμως έκανε κρύο και δεν είχαμε κουβέρτες, ούτε μπλούζες.
Την επόμενη μέρα στις 11:30 μας έστειλαν με ένα Ferry Boat στην Σάμο. Μας έβαλαν σε κλούβες ανά εικοσιπέντε και μας οδήγησαν σε ένα στρατόπεδο. Εκεί τα πράγματα ήταν πολύ άσχημα. Μας έβριζαν και μιλούσαν σαν να μάλωναν μαζί μας. Δε ξέρω γιατί. Μας τρομοκρατούσαν συνεχώς. Έπειτα μας έβαλαν σε ένα γήπεδο μπάσκετ. Καταλάβαμε ότι εκείνος ήταν ο χώρος που τρώγαμε. Το μέρος ήταν σκουπιδότοπος. Μας πήραν τα πάντα. Τα χαρτιά, τα κινητά, τα μεταλλικά αντικείμενα. Αυτό δεν ήταν στρατόπεδο, ήταν φυλακή. Μας είπαν πως το κάνουν για να μην αυτοκτονήσουμε. Αφού μας αφαίρεσαν ότι είχαμε πήγαμε πίσω στο στρατόπεδο.
Ο χώρος ήταν τρομερός. Ήταν ορθογώνιος και περιτοιχισμένος. Είχε ένα κτήριο και αυλή. Άνοιξαν την πόρτα και μας έβαλαν μέσα. Υπήρχαν γυναίκες, άνδρες, παιδιά και ηλικιωμένοι. Πρέπει να ήταν 600-700 άτομα. Εκεί έπρεπε να βρούμε ένα μέρος για να κοιμηθούμε. Αλλά δεν υπήρχε χώρος. Και μείναμε έξω.
Η αφήγηση διακόπτεται από την ζεστή και προστατευτική φωνή του κ. Κώστα: «Τι να μαγειρέψω για σήμερα και για πόσους;» Είναι ο άνθρωπος που φιλοξενεί τους δυο Σύριους επισκέπτες μας. Ο κ. Κώστας και η παρέμβαση του ήταν η πιο ταιριαστή αντίθεση. Ήρθε την πιο κατάλληλη στιγμή. Αυτό το «τι θέλετε να μαγειρέψω για μεσημέρι» και μια προειδοποίηση «να λείψουν οι φωτογραφίες» – για να μη μας στοχοποιήσουν τα ρατσιστοειδή- ήταν μια σφριγηλή και λαμπερή αντίθεση στους προστάτες των συνόρων, που τους φαντάζομαι σαν τις αγριόγατες Spiegelman να κακοκοιτούν τους «εισβολείς» και να περιφρουρούν τα τσιμεντένια φυλάκια όπου τους βάζουν. Οι απαντήσεις δίνονται και ο κ. Κώστας πάει για το μαγείρεμα. Και η αφήγηση συνεχίζει ακριβώς από την τελεία που σταμάτησε. Πράγματι η συγκέντρωση του… ήταν αξιοθαύμαστη. Δεν υπήρχε κανένα κενό, καμία έλλειψη στην περιγραφή αυτού του οδοιπορικού.
Κοιμηθήκαμε λοιπόν έξω καθώς δεν υπήρχε χώρος μέσα. Αργότερα έβγαλαν από το στρατόπεδο περίπου εκατό άτομα και απελευθερώθηκε χώρος. Αλλά συνεχώς ερχόταν νέος κόσμος που έπρεπε για μια, δυο, τρεις μέρες να κοιμάται έξω. Το στρατόπεδο ήταν πολύ βρώμικο. Η τουαλέτα βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο περιτοιχισμένη. Υπήρχαν τρεις τουαλέτες και δυο μπάνια για εκατό άτομα. Έχουν πέντε δωμάτια σαν αυτά. Ένα είναι για τις γυναίκες και ένα για τους ανήλικους. Οι τουαλέτες ήταν πάρα πολύ βρώμικες. Και δε μας έδιναν και χαρτί για να καθαριστούμε. Το καζανάκι ήταν χαλασμένο. Το νερό ήταν κρύο. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε μπάνιο.
Πολλοί μένουν σε εκείνο το στρατόπεδο μέχρι και τρεις μήνες. Κυρίως οι ανήλικοι πολλώ δε μάλλον αν έχουν έρθει μόνοι τους. Για τους ανήλικους υπάρχει μέριμνα να σταλούν σε ένα ίδρυμα της Αθήνας που αφορά ειδικά σε αυτούς. Αλλά για να αδειάσει χώρος εκεί πρέπει να περάσουν πολλοί μήνες. Μέχρι τότε είναι αναγκασμένοι να μείνουν στο στρατόπεδο. Πολύ άσχημη κατάσταση. Δεν έχουν γονείς ή φίλους.
Μας τάιζαν τρία μικρά γεύματα τη μέρα. Το βραδινό ήταν πάντα ρύζι με φασόλια ή καρότο ή μακαρόνια με μικρά κομμάτια κρέατος. Πάντα δίχως αλάτι και δίχως λάδι. Καθημερινά το ίδιο.
Έμεινα εκεί δυο εβδομάδες. Γνώρισα πολλούς ανθρώπους. Μοιραστήκαμε ιστορίες. Γνώρισα έναν Σύριο που έφτασε στη Σάμο από την Τουρκία κατά τη διάρκεια της νύχτας. Μου είπε ότι μόλις έφτασε στην ελληνική πλευρά το σκάφος σταμάτησε. Και ο οδηγός ήταν ένας από αυτούς. Δεν ήξερε. Προσπάθησε να δει τι συνέβη και γιατί σταμάτησε η μηχανή. Πήρε έναν αναπτήρα και προσπάθησε φωτίσει τη μηχανή για να δει το πρόβλημα. Η μηχανή εξερράγη και ο οδηγός κάηκε. Οι άλλοι πήδηξαν. Μετά την έκρηξη η ελληνική αστυνομία είδε τη φωτιά και πλησίασε. Μου είπε πως οι λιμενικοί σταμάτησαν πενήντα μέτρα μακριά. Ανέβασαν 15 άτομα. Στο φουσκωτό υπήρχαν 45. Πήραν μικρά παιδιά, πήραν μια αφρικανική οικογένεια και την κόρη αυτού του ανθρώπου. Μου είπε πώς όταν είδε πήραν την κόρη του προσπάθησε και αυτός να σκαρφαλώσει στο σκάφος τους. Την πρώτη φορά τον κλώτσησαν και τον ανάγκασαν να ξαναπέσει στη θάλασσα. Πήγε από την άλλη πλευρά του σκάφους και σκαρφάλωσε. Έκαναν το ίδιο. Μου είπε ότι τον σκέπασε η θάλασσα. Μπήκε νερό στο στόμα του. Θα έχανε τις αισθήσεις του. Μόλις οι λιμενικοί κατάλαβαν πως θα πνιγόταν τον έπιασαν και τον τράβηξαν στο σκάφος. Τους υπόλοιπους τους άφησαν εκεί. Τον ρώτησα τι έγινε με τους υπόλοιπους. Είπε πως τους άφησαν εκεί στη θάλασσα και δεν ξέρει κανείς τί τους συνέβη. Εκείνος έπαθε ένα μικρό καρδιακό μέσα στην αναμπουμπούλα και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Στο νοσοκομείο άλλαξαν συμπεριφορά. Ενώ στην αρχή ήταν σκληροί έγιναν πιο ευγενικοί. Έμεινε εκεί δυο μέρες και μετά τον έφεραν στο στρατόπεδο που συναντηθήκαμε.
Στο ίδιο σκάφος είχε ανέβει και ένα παιδάκι μαζί με τα άλλα. Το παιδί αυτό ήταν 4-5 χρονών και βρισκόταν στο φουσκωτό συντροφιά με τον θείο του. Όταν το φουσκωτό καταστράφηκε το παιδί ανέβηκε στο σκάφος. Τον θείο του τον άφησαν πίσω. Το είδαμε στο στρατόπεδο να κλαίει. Δεν είχε οικογένεια. Δεν είχε κανέναν. Οι αστυνομικοί εκεί αποφάσισαν να το δώσουν σε μια ελληνική οικογένεια. Το υιοθέτησαν ή κάτι τέτοιο.
Κάποια στιγμή ήρθε ένας αντιπρόσωπος από τα Η.Ε, δικηγόρος. Είχε μαζί του έναν μεταφραστή. Ο άνδρας που ανέφερα πριν του είπε την ιστορία του. Και εκείνος του απάντησε πώς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Τα Η.Ε δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Αν θέλουμε να απευθυνθούμε στα Η.Ε θα έπρεπε να παραμείνουμε στην Ελλάδα 1-2 χρόνια μέχρι η υπόθεση να φτάσει στο δικαστήριο. Ο άντρας του είπε φυσικά πως δεν μπορεί να μείνει 1-2 χρόνια στην Ελλάδα. Δεν θα μπορούσε να ζήσει. Δεν είχε τίποτα εδώ. Πώς θα μπορούσε να περιμένει 1-2 χρόνια; Μίλησα και εγώ σε αυτόν τον αντιπρόσωπο. Μου είπε το ίδιο πράγμα. Κανείς δεν μπορεί να μείνει για 1-2 χρόνια. Πώς θα τα καταφέρει; Πού θα βρει τα χρήματα για να ζήσει; Πού θα κοιμάται; Δεν είναι δυνατόν. Δεν μπορείς να ζήσεις. Και ο σκοπός είναι να ζήσεις. Να πας σε καλλίτερα μέρη. Να βρεις μια καλλίτερη ζωή. Όχι να μείνεις εδώ περιμένοντας το δικαστήριο για 2 χρόνια. Κανείς δεν θα το δεχτεί αυτό. Δεν είναι λύση. Είπε πώς δεν μπορεί να κάνει περισσότερα.
Γνώρισα έναν άλλο άνθρωπο εκεί. Τον συνάντησα δυο μέρες πριν φύγω από το στρατόπεδο. Δεν είχε χρήματα, χαρτιά. Όταν τον ρώτησα μου είπε ότι ήταν ο πρώτος που σκαρφάλωσε στο ελληνικό σκάφος όταν βούλιαξε το δικό του. Και πριν ανέβει πέταξε την τσάντα του στο κατάστρωμα για να διευκολυνθεί. Οι αστυνομικοί πήραν την τσάντα του και την πέταξαν πίσω στη θάλασσα. Όλα του τα πράγματα, χαρτιά, κινητό, χρήματα ήταν εκεί μέσα. Πολλές, πολλές ιστορίες έμαθα εκεί μέσα. Και εγώ ο ίδιος για να κινηθώ πρέπει να έχω την ταυτότητά μου. Τουλάχιστον μου έχει μείνει το διαβατήριο.
Στη Σάμο δεν μας έδιναν τίποτα. Ούτε πετσέτες, ούτε σαπούνια. Πηγαίναμε καθημερινά και τα ζητούσαμε. Κάθε μέρα μας έλεγαν πώς θα μας δώσουν την επόμενη. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι να φύγουμε. Έδιναν σε ελάχιστους. Κάποιοι δεν είχαν ρούχα ή παπούτσια. Τα είχαν χάσει στη θάλασσα. Δεν τους έδιναν ούτε αυτά. Και γνωρίζαμε πώς υπήρχαν δωμάτια γεμάτα με πετσέτες και ρούχα και είδη υγιεινής. Δε ξέρω γιατί δε μας τα έδιναν. Προσπαθούσαν να συμπεριφερθούν με σκληρότητα. Νομίζω ότι είναι μέσα στον μηχανισμό της δουλειάς τους. Θέλουν οι άνθρωποι να μισούν. Δε μας χτύπησαν.
Στα άλλα νησιά το μέγιστο που σε κρατούν είναι 1-2 μήνες. Αλλά στη Σάμο τα πράγματα είναι πιο σκληρά. Το γνωρίζουν όλοι αυτό για το νησί της Σάμου. Το γνωρίζαμε πριν έρθουμε ότι εκεί τα πράγματα είναι διαφορετικά. Σε κρατούν περισσότερο.
Το πρώτο πράγμα που κάνουνε είναι μια μεγάλη συνέντευξη. Μας χωρίζουν σε δυο γραμμές. Κοιτάνε τα χαρτιά σου και όλες τις πληροφορίες για σένα. Είναι αντιπρόσωποι των Η.Ε και της αστυνομίας. Συμπληρώνεις μια δήλωση όπου γράφεις τις πληροφορίες για σένα: από πού είσαι. Το όνομά σου. Την οικογένειά σου. Τη δουλειά σου. Πληροφορίες για σένα. Το δεύτερο βήμα είναι να σου πάρουν αποτυπώματα. Έπειτα στέλνουν τα χαρτιά στην Αθήνα και όταν αυτά επιστρέψουν τελειώνεις και φεύγεις. Στη Σάμο μας κράτησαν πολύ περισσότερο.
Τους ρωτούσαμε συνέχεια γιατί μας κρατούσαν για τόσες πολλές μέρες σε εκείνο τα μέρος. Και μας απαντούσαν ότι περιμένουν τα χαρτιά από την Αθήνα. Μετά από δέκα μέρες. Αλλά μας είχαν πάρει μόνο τη συνέντευξη. Δεν μας είχαν πάρει αποτυπώματα. Ένα γκρουπ που έφτασε μετά από μας έδωσε αποτυπώματα νωρίτερα. Ρωτήσαμε γιατί συνέβη αυτό. Μας είπαν ότι δεν είχε φτάσει η λίστα με τα ονόματά μας. Κάθε γκρουπ- κάθε σκάφος είχε και μια λίστα με τα ονόματα των επιβατών. Ρωτήσαμε έναν άνθρωπο να κρυφοκοιτάξει αν υπήρχε η λίστα μας. Διότι πιστέψαμε ότι είχαν τη λίστα και ήθελαν να μας κρατήσουν περισσότερο. Είδε τα ονόματα και μας είπε ότι υπάρχουν τα τρία πρώτα ονόματα από μια οικογένεια. Έτσι ήταν. Είδαμε λοιπόν ότι υπήρχε η λίστα μας. Την επόμενη μέρα αποφασίσαμε να κάνουμε μια απεργία πείνας. Να μην τρώμε και να μην πίνουμε τίποτα μέχρι να μάθουμε τους λόγους για τους οποίους μας κρατούσαν εκεί. Γιατί μας κρατούσαν σε εκείνο το βρώμικο μέρος δίχως να νοιάζονται για μας.
Ήρθε η αστυνομία και μας ρώτησε ποιο είναι το πρόβλημα. Απαντήσαμε πως μετά από δέκα μέρες δεν έχουν πάρει τα δακτυλικά μας αποτυπώματα αν και η λίστα είναι έτοιμη. Μας απάντησαν ψευδώς ότι δεν έχει φτάσει ακόμα από την Αθήνα. Έπειτα ήρθε ο υπεύθυνος της αστυνομικής δύναμης και συζητήσαμε μαζί του. Ζήτησε από έναν αστυνομικό να δει αν η λίστα μας ήταν εκεί ή όχι. Μας ρώτησε ποιο ήταν το πρώτο όνομα στη λίστα και μας εγγυήθηκε πως αν ήταν εκεί, την επόμενη μέρα θα έπαιρναν τα αποτυπώματά μας. Και έτσι έγινε.
Η λίστα ήταν εκεί και ήθελαν να μας κρατήσουν περισσότερο στο στρατόπεδο. Σκεφτήκαμε πως το έκαναν γιατί ήθελαν να υπάρχουν άνθρωποι στο στρατόπεδο για να καρπώνονται τα χρήματα που αναλογούν σε κάθε έναν από μας από την ελληνική κυβέρνηση ή τα Η.Ε. Νομίζω ότι για κάθε πρόσφυγα υπάρχει ένα ποσό για τη στοιχειώδη φροντίδα του. Ίσως κλέβουν χρήματα από το φαγητό ή από τις πετσέτες και τα είδη καθαρισμού που δε μας έδιναν. Νομίζω πως με αυτόν τον τρόπο προσπάθησαν να βγάλουν χρήματα από μας.
Υπάρχουν τρία μεγάλα πλοία από τη Σάμο στην Αθήνα. Κάθε Κυριακή, Τρίτη και Πέμπτη. Όταν υπάρχει κόσμος στο στρατόπεδο μεταφέρουν στην Αθήνα ίσως και 150 άτομα που βγάζουν από το στρατόπεδο. Όταν στο στρατόπεδο φτάνουν λιγότεροι άνθρωποι μεταφέρουν στην Αθήνα λιγότερους. Προσπαθούν να κρατούν την ισορροπία στον πληθυσμό του στρατοπέδου για να παίρνουν κάποια σταθερά ποσά.
Όταν ήμουν στο γήπεδο του μπάσκετ κάλεσαν τρία άτομα να υπογράψουν κάποια χαρτιά. Προθυμοποιήθηκα. Τα γράμματα ήταν ελληνικά. Αλλά είδα τα ονόματά μας και την ημερομηνία: 09/2014. Και δίπλα σε κάθε όνομά υπήρχε μια τιμή: 5,85 euro. Μου είπαν να υπογράψω από δίπλα για κάθε όνομα. Υπέγραψα εφτά φύλλα. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι δυο με τα δικά τους χαρτιά. Υπέγραψαν για όλους τους ανθρώπους. Νομίζω πως αυτή ήταν η τιμή για την τροφή μας. Και νομίζω πως κλέβουν χρήματα από εκεί. Γιατί τα γεύματά μας δε κόστιζαν 6 euro. Ανάλατα, δίχως καμία γεύση. Το ψωμί σκληρό, μπαγιάτικο.
Υπήρχε ένας αστυνομικός στο στρατόπεδο. Ήταν πάντα μεθυσμένος. Κάποιοι άνθρωποι μιλήσαμε μαζί του. Και τον ρωτήσαμε ποιο ήταν το πρόβλημα και γιατί μας κρατούν. Μας απάντησε: «Αν δεν υπάρχουν άνθρωποι δεν υπάρχουν χρήματα». Έτσι μάθαμε και τον πραγματικό λόγο.
Μετά την υπογραφή καταφέραμε επιτέλους να φύγουμε. Μας πήγαν στο λιμάνι της Σάμου και μας άφησαν να βγάλουμε εισιτήρια. Σε έναν από το γκρουπ κλέψανε το κινητό. Όταν πριν φύγουμε μας έδωσαν πίσω τα χαρτιά και τα αντικείμενά μας κατάλαβε πως του έλειπαν αντικείμενα. Ρώτησε που είναι. Του είπαν πως αν θέλει να το βρει ας μη φύγει. Προτίμησε φυσικά να φύγει και να αφήσει τα αντικείμενα. Ένας άλλος βρήκε το κινητό του σπασμένο. Ότι χρειαζόταν, ότι πληροφορία χρειαζόταν χάθηκε. Εγώ έχασα την τσάντα μου. Μου την πήραν. Όταν ρώτησα μου είπαν το συνηθισμένο: «Δεν ξέρουμε». Δε νοιάζονται. Τα λεφτά για το εισιτήριο τα βρήκα από τον Κώστα. Φτάσαμε στην Αθήνα. Κάποιοι έμειναν εκεί. Εγώ ήρθα στην Θεσσαλονίκη.
Κανείς δε μιλάει γι’ αυτά τα πράγματα. Αν δε μιλήσουμε δεν θα αλλάξει ποτέ αυτή η κατάσταση. Αυτοί οι άνθρωποι καταστρέφουν την εικόνα της Ελλάδας. Οι περισσότεροι νομίζουν ότι η Ελλάδα είναι μια ακόμα τριτοκοσμική χώρα που κανείς δε νοιάζεται για κανέναν. Αν κλέβεις χρήματα από τους μετανάστες στις βάρκες, στις πιο δύσκολες στιγμές τους, πώς αποκαλείσαι Δύση; Υπάρχουν καταπληκτικοί άνθρωποι. Γνωρίζω πολλούς Έλληνες φίλους, υπέροχους ανθρώπους. Αλλά κάποιος που έρχεται σαν πρόσφυγας για πρώτη φορά χάνει κάθε καλή εικόνα. Του κλέβουν τα αντικείμενα. Στο στρατόπεδο του συμπεριφέρονται πολύ άσχημα και περιμένουν να μη μιλήσει κανείς.
Κανείς δε θέλει να μείνει στην Ελλάδα. Όλοι θέλουν να φύγουν. Όλοι οι φίλοι που ξέρω και πέρασαν από Ελλάδα είναι σήμερα στην Βόρεια Ευρώπη. Άλλοι προσπάθησαν την πρώτη φορά και τους έπιασαν. Τα κατάφεραν σε επόμενες προσπάθειες. Αυτό λέω και στον…….
Πηγαίνουν Σουηδία, Ολλανδία, Ρότερνταμ. Όπου υπάρχουν ευνοϊκοί νόμοι για τους μετανάστες. Εγώ θέλω να μείνω εδώ. Έχω καλούς φίλους και θα με βοηθήσουν. Έχω έρθει πολλές φορές νωρίτερα. Τελευταία φορά ήρθα πέρυσι. Γύρισα στη Συρία γιατί ακόμα πίστευα ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί. Φέτος αποφάσισα να φύγω. Προσπάθησα να βγάλω βίζα γιατί το έχω κάνει πολλές φορές στο παρελθόν. Και πίστευα ότι θα μου δώσουν γιατί το έκανα και πέρυσι και πάντα γύριζα στην ώρα μου. Αλλά δε μου έδωσαν. Δεν μπορούν πια οι Σύριοι να βγάλουν βίζα. Είπαν ασκούνται πιέσεις από την ελληνική κυβέρνηση να μην μπορούμε να τη βγάλουμε.
Την λατρεύω τη χώρα αυτή. Θέλω το καλλίτερο για την χώρα μου και θέλω τα πράγματα σύντομα να αλλάξουν για να καταφέρουμε να επιστρέψουμε. Προς το παρόν θα μείνω εδώ, θα μάθω ελληνικά και θα προσπαθήσω να χτίσω μια ζωή.
Πηγαίνουν Σουηδία, Ολλανδία, Ρότερνταμ. Όπου υπάρχουν ευνοϊκοί νόμοι για τους μετανάστες. Εγώ θέλω να μείνω εδώ. Έχω καλούς φίλους και θα με βοηθήσουν. Έχω έρθει πολλές φορές νωρίτερα. Τελευταία φορά ήρθα πέρυσι. Γύρισα στη Συρία γιατί ακόμα πίστευα ότι η κατάσταση μπορεί να βελτιωθεί. Φέτος αποφάσισα να φύγω. Προσπάθησα να βγάλω βίζα γιατί το έχω κάνει πολλές φορές στο παρελθόν. Και πίστευα ότι θα μου δώσουν γιατί το έκανα και πέρυσι και πάντα γύριζα στην ώρα μου. Αλλά δε μου έδωσαν. Δεν μπορούν πια οι Σύριοι να βγάλουν βίζα. Είπαν ασκούνται πιέσεις από την ελληνική κυβέρνηση να μην μπορούμε να τη βγάλουμε.
Την λατρεύω τη χώρα αυτή. Θέλω το καλλίτερο για την χώρα μου και θέλω τα πράγματα σύντομα να αλλάξουν για να καταφέρουμε να επιστρέψουμε. Προς το παρόν θα μείνω εδώ, θα μάθω ελληνικά και θα προσπαθήσω να χτίσω μια ζωή.
Η αφήγηση τελειώνει. Και εγώ σκέφτομαι όλους αυτούς τους διεφθαρμένους εμπόρους που κερδοσκοπούν πάνω σε ανθρώπινες ψυχές. «Περήφανοι» Έλληνες οι οποίοι καταληστεύουν ανυπεράσπιστους πρόσφυγες, αφήνουν κορμιά να πνιγούν, κερδοσκοπούν εκμεταλλευόμενοι τη δυστυχία ανθρώπων που εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις χώρες τους για ένα καλλίτερο μέλλον σε μια γερασμένη και όλο συντηρητικότερη Ελλάδα. Και έχουν ακόμα να αντιμετωπίσουν τέρατα και ηλιθίους που πιστεύουν πως οι μετανάστες, οι «εισβολείς» – για να δανειστούμε τη φράση του πρωθυπουργού μας- είναι πιόνια ενός σχεδίου που θέλει να αλλοιώσει την ελληνική μας ουσία και να μας καταντήσει «Τριτοκοσμικούς». Δε χρειάζεται να ανησυχούν. Είμαστε ήδη. Σηκωθήκαμε και πήγαμε όλοι μαζί για φαγητό στου κυρίου Κώστα που πια μας είχε ετοιμάσει τις λιχουδιές.
Αντιγραφή από http://www.dubiumn.com/%CE%B7-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%8E%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CE%B5%CE%BC%CE%AC%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BB%CF%80%CE%AF%CE%B4/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου