Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Θλίψη, οργή και μετά τι;


Από το Πρόβατο όχι Αρνί
Το δικαστήριο απέρριψε κατά πλειοψηφία την αίτηση αναστολής της Ηριάννας
Πρώτο αίσθημα θλίψη.
Θλίψη γιατί σκέφτομαι πώς είναι να είσαι εκεί και να το ακούς και να σου λένε “δε θα βγεις, κορίτσι μου εμείς αποφασίζουμε, δε θα βγεις”. Θλίψη γιατί τα πόδια δεν αντέχουν πάντα, λυγίζουν κάτι φορές όταν το βάρος στους ώμους είναι άδικο και τεράστιο. Θλίψη γιατί η καρδιά, το στομάχι, δεν έχουν σίγουρα όρια στον πόνο. Κι είναι σήμερα, ετούτος ο πόνος κορίτσι μου, τόσο μεγάλος. Μακάρι να δείξεις πάλι θηρίο και μακάρι όλοι να μη μείνουμε στα λόγια και να σταθούμε πλάι σου όπως σου πρέπει.
Δεύτερο αίσθημα οργή.
Οργή για κάποιους που υπερασπιζόμενοι μια τυφλή θεά εθελοτυφλούν και δικάζουν κατά πώς την εξουσία τους συμφέρει. Ελευθερώνουν αποδεδειγμένα χρυσαυγίτες δολοφόνους, καταχραστές, λαμόγια, ναρκέμπορους, παλιανθρώπους και κρατάν αναπόδεικτα ή φτιαχτά αποδεδειγμένα στη φυλακή ανθρώπους για τις ιδέες και τα αισθήματά τους. Οργή για μια εξουσία που δεν ελέγχεται από κανέναν, που μπορεί να αποφασίσει για το μαύρο ακόμη κι εκεί που τα πάντα ουρλιάζουν για το λευκό. Οργή για μια δίκη καφκικά στημένη, για μια υπόθεση οργουελικά προβλέψιμη, για ένα σενάριο με τηλεοπτική εκδραμάτιση και προπληρωμένο τελευταίο επεισόδιο. Οργή για το σκεπτικό ότι το κορίτσι είναι επικίνδυνο αν αφεθεί ελεύθερο γιατί κρίνεται ικανό για τέλεση νέων εγκλημάτων.  Νέων όπως… τα παλιά. Να πάρει το διδακτορικό της, να συνεχίζει τη σχέση της με αναρχικό αθώο σε κάθε κατηγορία που του είχε προσαχθεί, να σκέφτεται…
Τρίτο αίσθημα ποιο;
Μετά τη θλίψη και μετά την οργή τι θα ανέβει; Σκεφτόμενος πόσο κοντά είμαστε ξανά σε μαύρες εποχές που αρκούσε απλά να ήσουν κομμουνιστής για να μην ξαναδείς την οικογένειά σου, τι είναι αυτό που θα επικρατήσει; Καμιά πόρτα δεν είναι καλά σφαλισμένη, καμιά ζωή δεν είναι ήσυχη, σίγουρη, κανένας μας. Αν βρεθείς στο λάθος για αυτούς τόπο, αν φιλήσεις τον λάθος για αυτούς άνθρωπο, αν μπεις στο λάθος γι’ αυτούς αυτοκίνητο, τους είναι πολύ εύκολο να διαλύσουν τις μέρες σου. Τους είναι πολύ εύκολο χάριν δικού σου -αλλά κυρίως των υπολοίπων, των πολλών-παραδειγματισμού να σε φυλακίσουν για δύο, τρία, πέντε χρόνια χωρίς καμιά δεύτερη σκέψη, χωρίς τύψεις, χωρίς ενοχές. Αυτοί οι τύποι κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια ξέροντας ότι κάποιοι εξαιτίας τους είναι χωρίς λόγο κανένα πίσω από τοίχους, πίσω από κάγκελα. Ότι κάποιοι για καιρό τον μόνο κόσμο που θα μπορούν να δουν θα είναι αυτόν που θα σκέφτονται, αυτόν που θα ζωγραφίζουν, αυτόν που θα φαντάζονται.
Μίσος. Τους μισώ άγρια. Αυτό είναι το τρίτο μου αίσθημα.
 
Υγ. Μαζί με την Ηριάννα βρισκόταν κι ο Περικλής. Η καταδίκη ίδια. Τα παραπάνω όμοια ισχύουν και για αυτόν.
*Το σκίτσο είναι της Μαΐτας Χατζηιωαννίδου.

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Η ανακάλυψη της οικονομίας








Του Κεραμά Σπύρου
«Έτσι, ο αγροτικός πληθυσμός, που με τη βία τον απαλλοτρίωσαν, το κυνήγησαν και τον μετέτρεψαν σε αλήτες, υποτάχθηκε με τερατώδικους τρομοκρατικούς νόμους, με μαστιγώσεις, με στιγματισμούς και με βασανιστήρια, σε μια πειθαρχία τέτοια που απαιτεί το σύστημα της μισθωτής εργασίας […] Στην παραπέρα πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αναπτύσσεται μια εργατική τάξη, που από αγωγήπαράδοση και συνήθειααναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους τις απαιτήσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής» (Μαρξ 1978: 761-762).
«Η εργασία, αντίθετα, πρέπει να επιτελείται σαν να ήταν ένας απόλυτος αυτοσκοπός, μια ανώτερη επιταγή. Μια τέτοια όμως στάση δεν είναι καθόλου προϊόν της φύσης. Δεν μπορεί να αφυπνισθεί μόνο με τα χαμηλά μεροκάματα ή και με τα ψηλά, αλλά δεν μπορεί παρά να είναι το προϊόν μιας μακρόχρονης και επίπονης αγωγής1» (Βέμπερ 1980: 48).
Οι δύο μεγάλοι στοχαστές της νεωτερικότητας, Μαρξ και Βέμπερ, δείχνουν σε αρκετά σημεία του έργου τους, ότι η ανάδυση και η κυριαρχία του οικονομικού παράγοντα στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες ήταν το αποτέλεσμα όχι μιας φυσικής οικονομικής διαδικασίας, αλλά της κινητοποίησης μη οικονομικών δυνάμεων. Τα πορίσματα της βεμπεριανής ιστορικής ανάλυσης ανατρέπουν εν πολλοίς την πλατιά διαδεδομένη άποψη (φιλελεύθερης προέλευσης) σύμφωνα με την οποία το δεδομένο οικονομικό σύστημα θεμελιώνεται πάνω στις φυσικές τάσεις του ανθρώπου για διαρκή αύξηση της παραγωγής και μεγιστοποίηση του κέρδους. Όπως μπορούμε να δούμε και από το παραπάνω απόσπασμα, για τον Βέμπερ, το κίνητρο μιας καλύτερης αμοιβής δεν είναι ικανό να διαμορφώσει ανθρώπους αφοσιωμένους στην εργασία.
Μια τέτοια αντίληψη συναντάται και στον Μαρξ, υπονομεύοντας έτσι την προσπάθεια των μετέπειτα μαρξιστών να συγκροτήσουν μια θεωρία της ιστορίας με σταθερή αναφορά στον ρόλο της οικονομίας ή της εργασίας. «Όπως είναι γνωστό», γράφει ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, «στην πραγματική ιστορία τον πρώτο ρόλο τον παίζουν η κατάκτηση, η υποδούλωση, ο φόνος μετά ληστείας, με δύο λόγια η βία. Στην ήπια όμως πολιτική οικονομία επικρατεί ανέκαθεν το ειδύλλιο» (Μαρξ 1978: 739).
Μπορεί οι δύο κοινωνιολόγοι να πιάνουν το νήμα της ιστορίας του καπιταλισμού από διαφορετικό σημείο – ο μεν Μαρξ ενδιαφέρεται περισσότερο για τους ιστορικούς όρους συγκρότησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο δε Βέμπερ για τους πολιτισμικούς όρους διαμόρφωσης του οικονομικού ορθολογικού πνεύματος- ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις συναντάται μια κοινή βάση: οι δυνάμεις εκείνες που καθιστούν δυνατή την γέννηση μιας οικονομικής κοινωνίας, όπως είναι η νεωτερική, δεν είναι οικονομικές. Τόσο η προτεσταντική ηθική της εργασίας (Βέμπερ), όσο και οι μέθοδοι της πρωταρχικής συσσώρευσης (Μαρξ) δεν έχουν τίποτα το «οικονομικό» ως ιστορικά φαινόμενα.
Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε το εξής παράδοξο: τόσο ο Μαρξ όσο και ο Βέμπερ μας καλούν να βγούμε εκτός οικονομικής ανάλυσης, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την γέννηση ενός οικονομικού συστήματος, όπως αυτό του καπιταλισμού.
1.1: Η προτεσταντική ηθική της εργασίας: οι ρίζες της οικονομικής ορθολογικότητας κατά τον Βέμπερ
Ο Βέμπερ στην μελέτη του για την σχέση της προτεσταντικής ηθικής και της διαμόρφωσης του καπιταλιστικού πνεύματος, δείχνει ότι η γέννηση του οικονομικού ορθολογικού πράττειν πραγματοποιήθηκε από υποκείμενα, δηλαδή τους Καλβινιστές, που δεν νοηματοδοτούσαν την δράση τους με οικονομικούς όρους. Ήταν κυρίως μια ορισμένη θρησκευτική αντίληψη που τους οδήγησε στην έλλογη οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής. Σκοπός τους ήταν μέσα από την εγκόσμια επιτυχία να αναζητήσουν σημάδια της θεϊκής εκλογής τους. Η ορθολογικοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας λοιπόν, δηλαδή παραγωγή όχι στη βάση της συνήθειας και του εθίμου, αλλά υπό την κυριαρχία του υπολογιστικού πνεύματος, αποτελούσε για τους Καλβινιστές έναν ασφαλή, εγκόσμιο δρόμο προκειμένου να φτάσουν στην ηθική δικαίωση2.
O Βέμπερ καταγράφει την διαδικασία συγκρότησης ενός ορθολογικού υποδείγματος σκέψης αλλά και πρακτικής, το οποίο σύμφωνα με τον ίδιο εμφανίσθηκε μόνο στον Δυτικό πολιτισμό (Βέμπερ 1980: 9). Δεν κατασκευάζει, δηλαδή μια καθαρή έννοια της ορθολογικότητας, αλλά εστιάζει στο ιδιαίτερο ιστορικό της περιεχόμενο και διαπιστώνει πως τα πρωταρχικά της συστατικά έχουν πολιτισμική και θρησκευτική προέλευση. «Ο ορθολογισμός» επισημαίνει ο Βέμπερ, «είναι μια ιστορική έννοια που καλύπτει έναν ολόκληρο κόσμο από διαφορετικά πράγματα (1980: 61). Το στοιχείο της ιστορικότητας καταδεικνύει και την σχετικότητα του ορθολογισμού, ο οποίος δεν αποτελεί μια οικουμενική σταθερά, αλλά μια ιδιομορφία της Δυτικής κουλτούρας3.
Η ορθολογικότητα, για τον Βέμπερ, δεν σημαίνει εξάλειψη του ανορθολογικού στοιχείου. Αντίθετα, η οικονομική ορθολογικότητα στο έσχατο όριο της αναπαράγει ένα είδος ανορθολογισμού: «Είναι απίστευτα παράλογο», υποστηρίζει ο Γερμανός κοινωνιολόγος, «[…] ο άνθρωπος [να] υπάρχει για χάρη της δουλειάς του, αντί να γίνεται το αντίθετο» (1980: 55) και τονίζει στην εισαγωγή της έρευνάς του, πως σκοπός του είναι να μελετήσει την προέλευση εκείνων των μη ορθολογικών στοιχείων που βρίσκονται στον πυρήνα του δυτικού ορθολογισμού, υπό την μορφή της οικονομικής ορθολογικότητας (1980: 61).
Είναι ξεκάθαρο ότι για τον Βέμπερ η οικονομική ορθολογικότητα έλκει την καταγωγή της από έναν κόσμο κατεξοχήν μη οικονομικό, και οι εγγυήσεις της παρέχονταν από διαφορετικής τάξης φαντασιακά (ηθικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά). Αυτό όμως ισχύει μόνο κατά την πρώιμη περίοδο του καπιταλισμού. Με την επέκταση του εκβιομηχανισμού και των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, το οικονομικό ορθολογικό πνεύμα έσπασε τα δεσμά του με την παράδοση. Δεν χρειάζεται πλέον μια εξωτερική νομιμοποιητική δύναμη, όπως είναι η θρησκεία. Η οικονομική ορθολογικότητα μετατρέπεται σε μια νομιμοποιητική δύναμη αφ’ εαυτής. Παράγει η ίδια τις αξίες που κινητοποιούν και δικαιολογούν την ανθρώπινη πρακτική.
Η συσσώρευση κεφαλαίου πλέον δεν πηγάζει από μια ορισμένη θρησκευτική αντίληψη, αλλά αποτελεί προϊόν ενός υπολογιστικού πνεύματος που δεν έχει ανάγκη εξωτερικές αναφορές. Σχετικά με αυτή την ιστορική εξέλιξη, γράφει ο Βέμπερ: «Πραγματικά, δεν χρειάζεται πια την υποστήριξη οποιωνδήποτε θρησκευτικών δυνάμεων, και αισθάνεται τις προσπάθειες της θρησκείας να επηρεάσει την οικονομική ζωή (στον βαθμό που τέτοιες προσπάθειες γίνονται πια καθόλου) σαν μια εξίσου αδικαιολόγητη επέμβαση όσο και η ρύθμισή της απ’ το κράτος» (1980:56).
Η αυτονόμηση της οικονομικής ορθολογικότητας από μη οικονομικές αξίες αποτελεί την αφετηρία ετούτης της εργασίας. Πρόκειται για μια εξέλιξη όμως που συνοδεύεται από τους δικούς της μύθους, που προκαλεί ένα εκ νέου μάγεμα του κόσμου. Όψεις αυτής της εξέλιξης θα εξετασθούν αναλυτικά στο δεύτερο μέρος της εργασίας. Προτού περάσουμε σε αυτό το ζήτημα, θα πρέπει να απαντηθεί το εξής ερώτημα: αν η ερμηνεία του Βέμπερ δίνει μια απάντηση όσον αφορά τις ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες γέννησης του καπιταλιστικού πνεύματος, τότε τι απάντηση μπορούμε να δώσουμε στο ζήτημα της επέκτασης, της διάδοσης και της υιοθέτησής του από το σύνολο του πληθυσμού; Μέσα από ποιες διαδικασίες, ένα ολόκληρο έθνος μπορεί να αλλάξει τις βαθιά ριζωμένες εργασιακές του συνήθειες και να αναπροσανατολίσει την παραγωγική του δραστηριότητα, σύμφωνα με τους κανόνες του οικονομικού ορθολογικού πνεύματος4;
Ο Βέμπερ θέτει το ζήτημα ως εξής:
«Ένας άνθρωπος δεν επιθυμεί “από τη φύση του” να κερδίζει όλο και πιο πολλά, αλλά απλούστατα να ζει όπως έχει συνηθίσει, να ζει και να κερδίζει τόσα όσα χρειάζονται γι’ αυτό το σκοπό. Οπουδήποτε ο σύγχρονος καπιταλισμός άρχισε το έργο του για την αύξηση της παραγωγικότητας της ανθρώπινης εργασίας με την αύξηση της εντατικότητάς, συνάντησε την πεισματωδέστατη αντίσταση αυτού του κυρίαρχου χαρακτηριστικού της προκαπιταλιστικής εργασίας5» (1980: 46).
Η βεμπεριανή ανάλυση καθιστά σαφές ότι η διαδικασία μετάβασης από τις παραδοσιακές προκαπιταλιστικές στις νεωτερικές καπιταλιστικές κοινωνίες δεν μπορεί να εξηγηθεί στη βάση μιας θεωρίας των οικονομικών κινήτρων. Η υπαγωγή του προκαπιταλιστικού ανθρώπου στην καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας απαιτεί την δράση μη οικονομικών δυνάμεων, απαιτεί δηλαδή όπως προείπαμε, μια μακροχρόνια και επίπονη αγωγή προκειμένου να αρθεί η αντίσταση που προβάλλει ο άνθρωπος της παράδοσης, με τις «αντιπαραγωγικές» του συνήθειες.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Βέμπερ δεν εισέρχεται τόσο στο ζήτημα των μηχανισμών που θα αναλάβουν να ασκήσουν αυτή την αγωγή και θα επιβάλλουν αυτή τη νέα ηθική της εργασίας. Καθώς όμως η ηθική, όπως ισχυρίζεται ο Φουκώ, δεν είναι μια ιδέα που έρχεται και κάθεται στα κεφάλια των ανθρώπων, (Φουκώ 2016: 109), η ηθικοποίηση του πληθυσμού απαιτεί ένα σύνολο υλικών διαδικασιών και μηχανισμών, που δεν στοχεύουν μόνο στην μεταβολή των αντιλήψεων, που δεν ενεργούν μόνο στο επίπεδο των κατευθυντήριων ιδεών, αλλά ρυθμίζουν το ίδιο το ανθρώπινο σώμα και το εκγυμνάζουν οργανικά στις νόρμες της οικονομικής ορθολογικότητας και της βιομηχανικής εργασίας. Δεν αρκεί η ηθική εναρμόνιση με το σύστημα της μισθωτής εργασίας. Ένας τέτοιος πειθαρχικός μηχανισμός απαιτεί την εναρμόνιση και των βιολογικών λειτουργιών του ανθρώπου. Το γεγονός αυτό το έχει δείξει πολύ καλά ο Ιταλός φιλόσοφος, Αντόνιο Γκράμσι: «[…] δεν μπορεί να αναπτυχθεί ο νέος τύπος ανθρώπου που απαιτεί η ορθολογικοποίηση της παραγωγής και της εργασίας, όσο δεν ρυθμίζεται ανάλογα το σεξουαλικό ένστικτο, έως ότου δεν ορθολογικοποιηθεί κι αυτό» (Γκράμσι 1990: 48).
1.2: Η ηθική της εργασίας ως ηθική της πειθαρχίας
Μια τέτοιου είδους ανάλυση, όπου εστιάζει στον ρόλο των μη οικονομικών δυνάμεων στην οργάνωση μιας οικονομικοκεντρικής τάξης, η οποία θέτει την εργασία και την παραγωγή στο κέντρο της κοινωνικής ζωής, θεωρούμε ότι ξεκινά από τον Μαρξ και την θεωρία της πρωταρχικής συσσώρευσης, αναπτύσσεται και εμπλουτίζεται από τον Πολάνυι στο μεγαλειώδες έργο του Ο μεγάλος μετασχηματισμός και κορυφώνεται με τις μελέτες του Φουκώ για την πειθαρχική κοινωνία. Και οι τρεις μελετητές περιγράφουν και αναλύουν μέσω ποιων ιστορικών διαδικασιών έπεσε τελικά εκείνο το «πέτρινο τείχος της συνήθειας» (Βέμπερ 1980: 48) στο οποίο αναφέρεται ο Βέμπερ, δηλαδή η άρνηση του προνεωτερικού ανθρώπου να υπαχθεί στην πειθαρχία της μισθωτής εργασίας6 και να θέσει την παραγωγή ως κεντρική δραστηριότητα της ζωής του.
Το φαινόμενο της πρωταρχικής συσσώρευσης, στο οποίο ο Μαρξ αφιερώνει ένα σημαντικό μέρος της μελέτης του, υπονομεύει κάθε προσπάθεια να ερμηνευθεί η ιστορία ως μια διαδικασία διαδοχής των τρόπων παραγωγής, την οποία διακρίνει μια εσωτερική οικονομική λογική. Όπως για τον Βέμπερ, δεν είναι κάποιο έμφυτο οικονομικό κίνητρο που οδηγεί στην εμφάνιση του καπιταλιστικού πνεύματος, έτσι και για τον Μαρξ δεν υπάρχει κάποια οικονομική αναγκαιότητα που οδηγεί στην συγκρότηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο τελευταίος είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης δύο διαφορετικών τύπων ανθρώπου:
«[…] πρέπει ν’ αντικρυστούν και ν’ άρθουν σε επαφή δύο λογιών, πολύ διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον, κάτοχοι εμπορευμάτων: από τη μία μεριά κάτοχοι χρήματος, μέσων παραγωγής και μέσων συντήρησης, που σκοπός τους είναι να αξιοποιήσουν το ποσό της αξίας που κατέχουν, αγοράζοντας ξένη εργατική δύναμη από την άλλη, ελεύθεροι εργάτες, πουλητές της δικής τους εργατικής δύναμης κι επομένως πουλητές εργασίας» (Μαρξ 1978: 739).
Ο δεύτερος όρος, ωστόσο, αυτής της κοινωνικής σχέσης, δηλαδή η εργασία, δεν υπάρχει ως πρωταρχικό δεδομένο, άμεσα διαθέσιμο, αλλά θα πρέπει να κατασκευαστεί. Οι παραγωγοί της υπαίθρου είναι απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τη γη τους και να μετατραπούν σε βιομηχανικούς εργάτες. Θα πρέπει λοιπόν ο αγροτικός πληθυσμός να αποστερηθεί τα μέσα της ύπαρξής του και να βρεθεί σε μια κατάσταση όπου θα έχει να επιλέξει ανάμεσα στην υπαγωγή του στο εργοστασιακό σύστημα και στην πείνα και την εξαθλίωση. Το δίλλημα αυτό κατέστη δυνατό χάρη σε έναν συνδυασμό νομοθετικών διατάξεων και κατασταλτικών επεμβάσεων: ο Νόμος για τις Περιφράξεις και η μετατροπή των χωραφιών σε βοσκοτόπια, συνδυάστηκε με την βίαιη εκδίωξη των αγροτών από τη γη τους (1978: 743). Η ιστορική εμβάθυνση του Μαρξ σε αυτό το σημείο είναι χαρακτηριστική: «Καταστράφηκαν και κάηκαν όλα τους τα χωριά κι όλα τα χωράφια μετατράπηκαν σε βοσκές. Βρετανοί στρατιώτες στάλθηκαν για να εκτελέσουν την απόφαση και συγκρούστηκαν με τους αυτόχθονες. Μια γριά κάηκε στις φλόγες της καλύβας της που αρνήθηκε να την εγκαταλείψει» (1978: 755).
Τα φαινόμενα αυτά θα βρεθούν στο επίκεντρο της ιστορικής ανάλυσης του Πολάνυι, σχεδόν έναν αιώνα μετά τον Μαρξ. Ο Ούγγρος ιστορικός με σπάνια θεωρητική δεξιοτεχνία, συνοδευόμενη από έναν πλούτο ανθρωπολογικού υλικού, αποδομεί ένα ένα αξιώματα του οικονομισμού, είτε φιλελεύθερων είτε μαρξιστικών καταβολών. Αποδεικνύει ότι η μετατροπή της οικονομίας σε μια ανεξάρτητη σφαίρα δραστηριοτήτων είναι ένα γεγονός που αποτελεί ιστορική ιδιομορφία της Δύσης και δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την συστηματική κρατική παρέμβαση (Πολάνυι 2007: 138).
Ο Πολάνυι ασκεί και αυτός κριτική στην ιδέα ότι το οικονομικό σύστημα της αγοράς θεμελιώθηκε πάνω στις φυσικές τάσεις του ανθρώπου για απόκτηση κέρδους, μεγιστοποίηση της παραγωγής κ.λ.π. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η αποδοχή ενός τέτοιου συστήματος δεν θα μπορούσε να είναι παρά «το αποτέλεσμα της χορήγησης τεχνητών διεγερτικών στο κοινωνικό σώμα» (2007:59). Μια οικονομία της αγοράς δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να εμπορευματοποιεί διαρκώς τους βασικούς συντελεστές της παραγωγής, δηλαδή την εργασία, τη γη και το χρήμα, δημιουργώντας ξεχωριστές αγορές για το καθένα από αυτά. Ωστόσο το κρίσιμο σημείο για τον ίδιο, κατά την πορεία του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα είναι η δημιουργία μιας αγοράς εργασίας, η οποία θα τροφοδοτεί την βιομηχανική παραγωγή με φθηνό εργατικό δυναμικό.
Το πρώτο βήμα έγινε με το κίνημα των Περιφράξεων7 τον 18ο αιώνα και την δημιουργία ενός άκληρου πληθυσμού. Κανείς όμως δεν θα επέλεγε το «σατανικό εργοστάσιο» όπως το αποκαλεί ο Πολάνυι (2007: 37), αν διέθετε έστω και τους ελάχιστους πόρους για την επιβίωσή του. Το σύστημα της μισθωτής εργασίας και το δικαίωμα στην επιβίωση είναι δύο ασύμβατα μεταξύ τους φαινόμενα. Για να λειτουργήσει το πρώτο, θα έπρεπε να καταργηθεί το δεύτερο. Και αυτό ακριβώς σύμφωνα με τον Πολάνυι πραγματοποίησε η μεταρρύθμιση του νόμου της κοινωνικής πρόνοιας του 1834: κατήργησε το δικαίωμα στην επιβίωση:
«Η επιστημονική σκληρότητα αυτού του νομοθετήματος υπήρξε τόσο προκλητική στα μάτια των συγκαιρινών του, ώστε χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής, όπως την αποτύπωσε η ιστορική μνήμη, παραμένουν οι βιαιότατες αναταραχές: πράγματι, πολλοί από τους φτωχότερους εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους, καθώς σταμάτησε η παροχή βοηθημάτων έξω από το πτωχοκομείο. Κύρια όμως θύματα υπήρξαν οι αξιοβοήθητοι φτωχοί, άτομα αρκετά αξιοπρεπή για να εισέλθουν στο πτωχοκομείο, που είχε ήδη καταστεί χώρος αίσχους. Ίσως ποτέ στην ιστορία δεν έχει γίνει τόσο ανελέητη μεταρρύθμιση. Συνέτριψε αμέτρητες ζωές, ενώ προσποιούνταν ότι απλώς σκόπευε να προσφέρει ένα κριτήριο γνήσιας φτώχειας, δια μέσου του ελέγχου του πτωχοκομείου. Ψυχολογικά βασανιστήρια εγκρίνονταν και εφαρμόζονταν από απρόθυμους φιλάνθρωπους, ως μέσον τόνωσης της αγοράς εργασίας» (2007: 83).
Ο εγκλεισμός του πρώην αγροτικού πληθυσμού στα πρώτα καπιταλιστικά εργοστάσια δεν ήταν από μόνος του αρκετός για να διαμορφώσει υποκείμενα αφοσιωμένα στις νόρμες της βιομηχανικής εργασίας. Για να καταστεί αυτό εφικτό χρειάστηκε η επινόηση και η εφαρμογή ενός κώδικα αυστηρής πειθαρχίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, ότι ο Μαρξ σε αρκετά σημεία του έργου του περιγράφει την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας με στρατιωτικούς όρους: κάνει λόγο για πειθαρχία στρατοπέδου, που επιβάλλεται στους «φαντάρους της βιομηχανίας» από τους «υπαξιωματικούς της βιομηχανίας» (1978: 440).
Αυτές οι αναφορές του Μαρξ θα αποτελέσουν την αφορμή του Φουκώ προκειμένου να κάνει μια γενεαλογία των νεωτερικών θεσμών, ως χώρων άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας8. Ο Γάλλος φιλόσοφος θεωρεί, ότι ειδοποιό γνώρισμα της νεωτερικής κοινωνίας είναι η οργάνωση μεγάλων χώρων εγκλεισμού. Το στρατόπεδο, το εργοστάσιο, η φυλακή, το σχολείο, το νοσοκομείο, το ψυχιατρικό άσυλο αποτελούν τους κατεξοχήν νεωτερικούς θεσμούς. Φαινομενικά, μπορεί να εκφράζουν εντελώς διαφορετικούς στόχους, ωστόσο όλοι τους έχουν να αντιμετωπίσουν ένα κοινό πρόβλημα: πώς να οργανώσουν, να ταξινομήσουν και να πειθαρχήσουν έναν πολυπληθή, ανομοιόμορφο και απειθάρχητο πληθυσμό, που άφησε πίσω της η αποδιάρθρωση των παραδοσιακών φεουδαλικών θεσμών9.
Τίθεται λοιπόν σε λειτουργία, στους συγκεκριμένους χώρους, μια νέα τεχνολογία της εξουσίας, η πειθαρχική εξουσία, η οποία έχει ως στόχο να κατασκευάσει σώματα «πειθήνια», αλλά και ταυτόχρονα «παραγωγικά»: «Η πειθαρχία αυξάνει τις δυνάμεις του σώματος (με οικονομικούς όρους χρησιμότητας) και συγχρόνως τις περιορίζει (με πολιτικούς όρους υπακοής)» (Φουκώ 2011: 158). Θα πρέπει ο προνεωτερικός άνθρωπος να ξεχάσει τις παραδοσιακές του εργασιακές συνήθειες (της σχόλης, της ανάπαυσης, της αυτάρκειας) και να υποταχθεί στην ηθική της εργασίας, να αφιερώσει δηλαδή όλες τις ζωτικές του δυνάμεις στην υπόθεση της παραγωγής.
Η εγκάθειρξη, σύμφωνα με τον Φουκώ, ως δεσπόζουσα πρακτική της νεωτερικής κοινωνίας, υπήρξε στενά συνυφασμένη με μια ορισμένη αντίληψη για την εργασία:
«Η εγκάθειρξη, πριν ακόμη αποκτήσει το ιατρικό νόημα της εισαγωγής σε ψυχιατρείο που της έδωσαν αργότερα, ή που τουλάχιστον μας αρέσει να της δίνουμε, είχε ελάχιστη σχέση με την φροντίδα της θεραπείας. Εκείνο που την επέβαλε ήταν η προσταγή της εργασίας10» (Φουκώ 2004: 51).
Η προσταγή αυτή απευθυνόταν σε εκείνες τις μερίδες του πληθυσμού που αποτελούσαν πραγματικές και συμβολικές ενσαρκώσεις μιας αντι – παραγωγικής, αντι – οικονομικής ζωής: οι αλήτες, οι ζητιάνοι, οι τρελοί, τα παιδιά, οι εγκληματίες, ο απαλλοτριωμένος χωρικός αποτελούσαν μια ζωντανή άρνηση της εργασίας. Αλλά και για όσους είχαν ήδη εγκλειστεί στο εργοστάσιο, δεν ήταν εύκολο να εγκαταλείψουν την παλιά τους εργασιακή ηθική. Η τεμπελιά, η αργοπορία, η εγκατάλειψη της δουλειάς, η κλοπή, το μεθύσι ήταν αρκετά συχνά φαινόμενα: «Ο κίνδυνος», λέει χαρακτηριστικά ο Φουκώ, «είναι ο εργάτης που δεν αφιερώνει όλες τις δυνάμεις του στην εργασία» (2016: 160).
Αναπτύσσεται, εν προκειμένω, ένα σύνολο άτυπων ποινικών και τιμωρητικών πρακτικών στο εσωτερικό των χώρων εγκλεισμού, προκειμένου να καταπολεμηθούν όλες αυτές οι αρνήσεις της εργασίας. «Το ζεύγος επιτήρηση και τιμωρία εγκαθιδρύεται ως σχέση εξουσίας αναγκαία για την πρόσδεση των ατόμων στον μηχανισμό παραγωγής, για τη συγκρότηση παραγωγικών δυνάμεων, και χαρακτηρίζει αυτήν ακριβώς την κοινωνία που μπορούμε να αποκαλέσουμε πειθαρχική» (2016: 180).
Οι μελέτες του Φουκώ καταδεικνύουν το γεγονός, ότι η συγκρότηση του καπιταλιστικού παραγωγικού μηχανισμού δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την συνέργεια και την αδιάκοπη παρουσία μιας εξουσίας, εν προκειμένω, της πειθαρχικής εξουσίας. Η τελευταία για τον Φουκώ, δεν συγκροτείται εκ των υστέρων ως εποικοδόμημα πάνω σε ορισμένες σχέσεις παραγωγής. Η εξουσία είναι ήδη μέσα στην παραγωγή. Η παραγωγή είναι ήδη εξουσία. «Η εξουσία δεν είναι ένας τρόπος αναπαραγωγής των σχέσεων παραγωγής, αλλά ένας τρόπος συγκρότησής τους» (2016: 200).
1.3: Η καπιταλιστική εργασία ως εξημέρωση
«Να φτάνει πρώτος στα εργαστήρια το πρωί και να βάζει τους εργάτες στη δουλειά τους μόλις έρχονται, να ενθαρρύνει αυτούς που έρχονται στη δουλειά τακτικά στην ώρα τους, δίνοντάς τους να καταλάβουν ότι η συνέπειά τους αναγνωρίζεται όπως το αξίζει, και διαχωρίζοντάς τους από τους λιγότερο πειθαρχικούς συναδέλφους τους, με επανειλημμένα δείγματα επιδοκιμασίας, με δώρα, ή με οτιδήποτε άλλο ταιριάζει στην ηλικία τους[…] (Τόμσον 1994: 45).
Το παραπάνω απόσπασμα παρατίθεται από τον μεγάλο Άγγλο ιστορικό, Έντουαρντ Πάλμερ Τόμσον και αναφέρεται στα καθήκοντα ενός Διευθυντή σε εργοστάσιο κεραμοποιείας περί τα μέσα του 18ου αιώνα στην Βρετανία. Η επιδοκιμασία των πιο πειθαρχημένων και ο διαχωρισμός τους από τους ανυπάκουους, ως τεχνική, παρουσιάζει προκλητικές ομοιότητες με τις τεχνικές εξημέρωσης των ζώων που εφάρμοσαν οι άνθρωποι κατά την περίοδο της αγροτικής επανάστασης. Ιδού η διαδικασία, όπως την περιγράφει ο Εβραίος ιστορικός, Yuval Noah Harari: «Τα πιο επιθετικά και ανυπάκουα πρόβατα σφάζονταν πρώτα. Τα πιο υπάκουα και πιο συμπαθητικά πρόβατα αφήνονταν να ζήσουν περισσότερο και αναπαράγονταν. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κοπάδι εξημερωμένα και πειθήνια πρόβατα» (Harari 2015: 104).
Η συμμόρφωση με το εργοστασιακό σύστημα, η αποδοχή της ηθικής της εργασίας και η εναρμόνιση με τις νόρμες της βιομηχανικής εργασίας, αποτέλεσαν για μια ορισμένη περίοδο αναγκαίο όρο επιβίωσης για τους ανθρώπους. Το δίλημμα που κατασκευάστηκε ήταν αμείλικτο: εργασία ή αφανισμός (Μπάουμαν 2004: 45). Ωστόσο, το ζήτημα δεν ήταν μόνο να αλλάξουν οι ηθικές στάσεις των ανθρώπων σχετικά με την εργασία. Η προσαρμογή του ανθρώπου στον βιομηχανισμό κατέστη δυνατή μέσω μιας διαρκούς πάλης με το ζωώδες στοιχείο του ανθρώπου, μέσω μιας διαρκούς ορθολογικοποίησης των φυσικών ενορμήσεων (Γκράμσι 1990: 65). Όσοι δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν σε αυτή τη νέα οργάνωση, απλά οδηγήθηκαν στον αφανισμό. Για τις επόμενες γενιές η αφοσίωση στην εργασία ήταν κάτι το «φυσικό».
Η «εργασιακή εξημέρωση» είχε συντελεστεί. Διαμορφώθηκε ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος, που με ενεργητικό τρόπο πλέον, συμμετέχει στην παραγωγή. Μήπως και η εξημέρωση του βοδιού ή του αλόγου, δεν έγινε και αυτή για να χρησιμοποιηθούν στην συνέχεια ως μηχανές στην παραγωγή; Και το εξημερωμένο άλογο και ο ορθολογικοποιημένος άνθρωπος μοιράζονται μια κοινή συνθήκη: συμμετέχουν σε έναν μηχανισμό, ο σκοπός και το νόημα του οποίου, έχουν προκαθοριστεί από άλλους και όχι από τους ίδιους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
«Απομονώστε οποιοδήποτε κίνητρο επιθυμείτε, οργανώστε έπειτα την παραγωγή με τέτοιο τρόπο ώστε το κίνητρο αυτό να καθίσταται η ώθηση του ατόμου για την παραγωγή, και θα έχετε δημιουργήσει μια εικόνα για τον άνθρωπο ως συνολικά απορροφημένο από αυτό το συγκεκριμένο κίνητρο» Καρλ Πολάνυι (2014: 23)
Στην αυγή της νεωτερικής εποχής η εργασία παρουσιάστηκε ως μια εγκόσμια μορφή λύτρωσης. Για όσους δεν πίστεψαν στην αξία της εργασίας, η νεωτερική κοινωνία φρόντισε να συστήσει μηχανισμούς εργασιακού σωφρονισμού: οίκοι εργασίας, εργοστάσια, άσυλα, πτωχοκομεία. Η ιστορική τους παρουσία μας προφυλάσσει από τις πλάνες ενός αφελούς οικονομισμού και μας υπενθυμίζει την ανάγκη να εξετάσουμε τον ρόλο των μη οικονομικών δυνάμεων στην διαμόρφωση μιας οικονομικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όσοι στοχαστές μελέτησαν τις ιστορικές προϋποθέσεις του καπιταλισμού, άφησαν στην άκρη τις κατηγορίες της πολιτικής οικονομίας και καταπιάστηκαν με παράγοντες που δεν είχαν τίποτα το «οικονομικό».
Περισσότερο με το σπαθί, και λιγότερο με το μολύβι, η οικονομική ορθολογικότητα αποικιοποίησε το φαντασιακό του νεωτερικού ανθρώπου. Έγινε το υποκατάστατο των ιδεολογιών που έχαναν σιγά σιγά το κοινωνικό τους κύρος. Ο μύθος τώρα βρίσκεται μέσα στην ίδια την παραγωγή. Υπάρχει μια υπόσχεση στην νεωτερική οικονομία: η υπόσχεση της χειραφέτησης, της σωτηρίας. Όπως και στα παράγωγά της: σχεδόν όλες οι σημερινές ουτοπίες τοποθετούνται μέσα στον ορίζοντα της τεχνικής και της επιστήμης. Τι άλλο όμως διακρίνει μια ιδεολογία, αν όχι η διαρκής παρουσία μιας υπόσχεσης για το μέλλον;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βέμπερ Μ. (1980) Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, Αθήνα: Κάλβος
Gorz A. (1989) Critique of economic reason, London: Verso Books
Γκράμσι Α. (1990) Αμερικανισμός και φορντισμός, Αθήνα: Α/συνέχεια
Harari Y.N. (2015) Sapiens. Μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου, Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Μαρξ Κ. (1978) Το Κεφάλαιο, τ. Α΄, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
Μπάουμαν Ζ. (2004) Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, Αθήνα: Μεταίχμιο
Πολάνυι Κ. (2007) Ο μεγάλος μετασχηματισμός, Θεσσαλονίκη: Νησίδες
Πολάνυι Κ. (2014) Η απαρχαιωμένη αγοραία νοοτροπία μας, Αθήνα: Στάσει Εκπίπτοντες
Τόμσον Ε. Π. (1994) Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός,
Θεσσαλονίκη: Νησίδες
Φουκώ Μ. (2004) Η ιστορία της τρέλας, Αθήνα: Ηριδανός
Φουκώ Μ. (2011) Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Πλέθρον
Φουκώ Μ. (2013) Σκέψεις γύρω από τον μαρξισμό, τη φαινομενολογία και την εξουσία, Αθήνα: Futura
Φουκώ Μ. (2016) Η τιμωρητική κοινωνία, Αθήνα: Πλέθρον
 
1# Οι εμφάσεις δικές μας.
2# Όπως αναφέρει και ο Andre Gorz, αναλύοντας το έργο του Βέμπερ, η αρχική εγκράτεια των πρώτων καπιταλιστών, προϋπόθεση για την συσσώρευση κεφαλαίου και σημείο εκκίνησης της καπιταλιστικής παραγωγής, δεν έχει να κάνει με τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους, αλλά καθαρά με ιδεολογικούς και πολιτισμικούς (Gorz 1989: 18).
3# «[…] καθένας από αυτούς τους τομείς μπορεί να ορθολογοποιηθεί με βάση πολύ διαφορετικές αξίες και σκοπούς, κι ό, τι είναι ορθολογικό απ’ τη μια άποψη, μπορεί κάλλιστα να είναι ανορθολογικό από μια άλλη» (1980: 20).
4# «Γιατί μόλο που η εξέλιξη του οικονομικού ορθολογισμού εξαρτάται εν μέρει από την ορθολογική τεχνική και το ορθολογικό δίκαιο, καθορίζεται ταυτόχρονα και από την δεκτικότητα και τη διάθεση των ανθρώπων να υιοθετήσουν ορισμένους τύπους πρακτικής ορθολογικής συμπεριφοράς» (1980: 21).
5# Η έμφαση δική μας.
6# «[…] η μισθωτή εργασία όχι μόνο αποτελούσε την τελευταία επιλογή των φτωχών, αλλά είχε και την ηθική περιφρόνηση των ανθρώπων της εποχής: ο Άνταμ Σμιθ περιέγραφε τον βιομηχανικό εργάτη ως διανοητικά υποδεέστερο του φτωχότερου γεωργού», μας πληροφορεί ο Πολωνός κοινωνιολόγος, Ζίγκμουντ Μπάουμαν (Μπάουμαν 2007: 93).
7# Ο Πολάνυι χαρακτηρίζει τις Περιφράξεις ως «επανάσταση των πλουσίων εναντίων των φτωχών» (2007: 38).
8# Η μαρξική επιρροή στο έργο του Φουκώ δεν είναι δική μας ερμηνεία, αλλά παραδοχή του ίδιου του Γάλλου φιλοσόφου: «προσωπικά, τοποθετώ το έργο μου στη γενεαλογική γραμμή που εκκινεί από το δεύτερο Βιβλίο του Κεφαλαίου […] θα ισχυριζόμουν ότι μέσω του δεύτερου Βιβλίου, και για παράδειγμα σε ό,τι έγραψα γύρω από την πειθαρχία, το έργο μου είναι […] εγγενώς συνδεδεμένο με αυτό που γράφει ο Μαρξ» (Φουκώ 2013: 21-22).
9# «Τι το περίεργο αν η φυλακή μοιάζει με τα εργοστάσια, με τα σχολεία, τους στρατώνες, τα νοσοκομεία, που όλα μοιάζουν με φυλακές;», αναρωτιέται ο Φουκώ (2011: 258)
10# Η έμφαση δική μας.




πηγή: Respublica

Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

Επιστολή συμπαράστασης στην Ηριάννα Β. Λ. από Βιολόγους, Βιοεπιστήμονες και Ερευνητές

"Δαίμονας εντός μας και μας καίει η Λευτεριά"


Αλληλεγγύη

Την 1η Ιουνίου, η Ηριάννα Β. Λ. καταδικάστηκε σε 13 χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή για συμμετοχή στη ΣΠΦ και για οπλοκατοχή με μόνο στοιχείο ένα χαμηλής ποσότητας και κακής ποιότητας δείγμα DNA που βρέθηκε σε γεμιστήρα εκτός όπλου, το οποίο μάλιστα δεν έχει συνδεθεί με τη ΣΠΦ.

Ως βιολόγοι/βιοεπιστήμονες νιώθουμε την επιστημονική αλλά και ηθική υποχρέωση να τοποθετηθούμε. Η οικογένεια της Ηριάννας μας απέστειλε την έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του εγκληματολόγου της Δ/νσης Εγκλ/κών Ερευνών της αστυνομίας καθώς και την έκθεση εργαστηριακής γνωμοδότησης από τον γενετιστή πραγματογνώμονα, Δρ. Φιτσιάλο Γεώργιο (Δρ. Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής, Γενικός Διευθυντής του ιδιωτικού εργαστηρίου DΝΑlogy «Ευρωπαικό Κέντρο Γενετικής και Ταυτοποίησης DNA»), ο οποίος κλήθηκε από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Ηριάννας Β. Λ. για την ερμηνεία των αποτελεσμάτων.  Στην προσπάθειά μας να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα του πορίσματος διαπιστώσαμε κάποια επιστημονικά σφάλματα στην ταυτοποίηση των δύο δειγμάτων (δείγμα από γεμιστήρα εκτός όπλου και δείγμα από την Ηριάννα) τα οποία παραθέτουμε για να διαλευκανθεί πλήρως η υπόθεση της ταυτοποίησης.
  • Αναλύθηκαν 15 γενετικοί τόποι των οποίων η εξέταση απαιτείται για την πλήρη ταυτοποίηση των δύο δειγμάτων. Εκτός των 7 γενετικών δεικτών που εμφάνισαν συμβατότητα, υπάρχουν άλλοι 5 οι οποίοι έχουν επικυρωθεί από διπλή ανάλυση και δεν είναι πλήρως συμβατοί με το γενετικό προφίλ της Ηριάννας Β. Λ. και επιπλέον 3 οι οποίοι δεν έχουν δώσει καθόλου αποτέλεσμα. Η εγκληματολόγος της Δ/νσης Εγκλ/κών Ερευνών της αστυνομίας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το δείγμα από το γεμιστήρα εκτός όπλου προέρχεται από την Ηριάννα, βασιζόμενη μόνο στους 7 γενετικούς τόπους.
  • Με βάση τα ηλεκτροφερογράμματα τα οποία προσκομίστηκαν από την Αστυνόμο, η εικόνα που παρουσιάζει το γενετικό προφίλ που αντιστοιχεί στο δείγμα που συλλέχθηκε από τον γεμιστήρα εκτός όπλου είναι χαρακτηριστική των υλικών κακής ποιότητας ή χαμηλής ποσότητας DNA.
  • Στην ακόλουθη στατιστική ανάλυση δεν συμπεριελήφθη όλο το προφίλ αλλά μόνο όσοι γενετικοί δείκτες ήταν πλήρως συμβατοί με το γενετικό προφίλ της Ηριάννας Β. Λ. ενώ οι υπόλοιποι αγνοήθηκαν καθώς αν είχαν συμπεριληφθεί τότε η κατηγορούμενη θα είχε αποκλειστεί ως δότρια του γενετικού υλικού. Πολύ σημαντικό είναι ότι η συγκεκριμένη στατιστική ανάλυση με βάση τις αρχές δικανικής γενετικής δεν δίνει μοναδικότητα. Συμπερασματικά, το συγκεκριμένο γενετικό προφίλ δεν αποδίδεται σε ένα άτομο.
  • Η αξιοπιστία των τεστ DNA δεν είναι σε καμία περίπτωση διασφαλισμένη. Για την κατάληξη σε ένα, πέραν πάσης αμφιβολίας, αξιόπιστο αποτέλεσμα απαιτείται τήρηση αυστηρότατων κανόνων ορθού χειρισμού, που ξεκινάνε από το τρόπο που συλλέχθηκε το δείγμα στον τόπο του εγκλήματος μέχρι την τελική στατιστική ανάλυση. Κατά τον χρόνο διενέργειας των πραγματογνωμοσυνών, το εργαστήριο στο οποίο υλοποιήθηκαν οι αναλύσεις DNA δεν διέθετε διαπίστευση κατά το πρότυπο ΕΛΟΤ ΕΝ ISO 17025:2005, η οποία χορηγείται από το Εθνικό Σύστημα Διαπίστευσης (Ε.ΣΥ.Δ.) και διαπιστεύει την ορθή εργαστηριακή πρακτική.
  • Aκόμα και αν τηρούνται όλοι οι κανόνες διασφάλισης αποστειρωμένης και σωστής διαδικασίας που οδηγούν σε εργαστηριακά αλάνθαστα αποτελέσματα, δεν διασφαλίζεται (και σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει) η ορθή ερμηνεία του αποτελέσματος. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις και έρευνες που καταδεικνύουν πόσο εύκολο είναι να μεταφερθεί DNA ενός ατόμου σε άσχετους χώρους και στη συνέχεια να ανιχνευθεί εκεί. Το μερικό γενετικό προφίλ που ανιχνεύθηκε κατά την ανάλυση του δείγματος μπορεί κάλλιστα να προέρχεται από γενετικό υλικό που έχει εναποτεθεί στο πειστήριο μέσω δευτερογενούς ή και τριτογενούς μεταφοράς και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποστηριχθεί η άμεση επαφή του δότη με αυτό.
  • Στο πόρισμα της εγκληματολόγου της αστυνομίας φαίνεται να μην τηρούνται τα όρια και οι ορολογίες που έχουν θεσπιστεί και εφαρμόζονται από τη διεθνή επιστημονική εγκληματολογική κοινότητα. Ενδεικτικά αναφέρουμε την άρνηση της Αστυνόμου ότι πρόκειται πράγματι για δείγμα χαμηλής ποιότητας, το οποίο καθίσταται σαφές από το προφίλ των ηλεκτροφερογραμμάτων. Κάθε επιστήμονας έχει χρέος να τηρεί αυστηρούς κανόνες και να κινείται εντός πλαισίων που καθορίζονται από διεθνή πρότυπα.Οποιαδήποτε απόκλιση θα πρέπει να θέτει υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της εργαστηριακής πρακτικής και κατ’ επέκταση την εγκυρότητα των αποτελεσμάτων.
Σε συμφωνία με το πόρισμα του Δρ Φιτσιάλου (γενετιστή πραγματογνώμονα που κλήθηκε από την οικογένεια της Ηριάννας Β. Λ.), οι παραπάνω παρατηρήσεις σε συνδυασμό με τη μη δυνατή επανεξέταση του δείγματος καθότι χρησιμοποιήθηκε όλο κατά την αρχική και μοναδική εξέταση, μας ωθεί στο εξής συμπέρασμα:

Η μερική ταυτοποίηση των δύο δειγμάτων ΔΕΝ θα μπορούσε να αποτελέσει αυτοτελές τεκμήριο ενοχής της Ηριάννας Β. Λ. . Με τη σειρά μας, ως βιολόγοι και ως πολίτες, εν όψει της αίτησης αναστολής (εκδίκαση 17/07/2017) και λόγω της παντελούς απουσίας άλλων επιβαρυντικών στοιχείων ζητούμε την αποφυλάκιση και ακολούθως την αθώωση της Ηριάννας Β. Λ. .

Τα επιστημονικά πορίσματα που αφορούν σε γενετικό υλικό επιδέχονται διαφόρων ερμηνειών ακόμη και όταν προέρχονται από ποιοτικώς και ποσοτικώς αξιόπιστα δείγματα. Οι δικαστικές αποφάσεις κατά συνέπεια δεν μπορούν να βασίζονται μόνο σε αυτά, πόσο μάλλον σε περιπτώσεις όπως της Ηριάννας όπου το δείγμα έδωσε ελλιπέστατα και ανακριβή αποτελέσματα. Η τήρηση αυστηρών κανόνων και η θέσπιση αυστηρών πλαισίων κατά τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα έτσι ώστε να αποφευχθούν ανάλογες περιπτώσεις στο μέλλον. Ο κίνδυνος να παγιωθεί μια τέτοια πρακτική είναι κίνδυνος για το σύνολο της κοινωνίας.

 
Βασίλης Παπαδόπουλος, υποψήφιος Δρ. Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Ελπινίκη Νίνου, υποψήφια Δρ. Τμήματος Βιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Άρτεμις Μιχαήλ, υποψήφια Δρ. Τμήματος Βιολογίας Πανεπιστημίου Πατρών
Δρ. Μαρίνα Πανταζοπούλου, Stockholm University
Μάντια Καραμπέτσου, M.Sc., υποψήφια Δρ. Τμήματος Βιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Δρ. Παναγιώτης Γιαννόγκωνας, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών
Δρ. Νίκος Μαλισσόβας, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών
Δρ. Ευαγγελία Εμμανουηλίδου, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών
Δρ. Αλεξία-Βικτώρια Πολυσίδη, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών
Δρ. Μεθόδιος Ξημεράκης, Harvard University
Δρ. Νικόλαος Κωνσταντινίδης, New York University
Δρ. Παναγιώτα Τσουνάπη, School of Medicine, Tottori University, Yonago, Japan
Δρ. Χαρά Χάρσου, University of Edinburg
Δρ. Γιώργος Παπαφωτίου, Charité – Universitätsmedizin Berlin
Δρ. Θέμις Τουμανίδου, University of Catalonia
Δρ. Πασχαλιά Καπλή, Βιολόγος
Δρ. Σέβη Φιλιππίδου, Μοριακή Βιολόγος
Δρ. Καραγεωργη Μαριάνθη, Νευροεπιστήμες και Εξέλιξη
Δρ. Κώστας Μπουγιούκος, Βιοπληροφορική, Πανεπιστήμιο Paris Diderot
Δρ. Απόστολος Κλινάκης, Μοριακός Βιολόγος
Δρ. Όλγα Παππά, Πανεπιστήμιο Θράκης
Δρ. Κανελίνα Καραλή, Νευροβιολόγος, Foundation for Research and Technology Hellas
Κωνσταντίνος Αποστολάκης, M.Sc., υποψήφιος Δρ. Τμήματος Μοριακής Βιολογίας, University of Aberdeen
Δάφνη Αντωνίου, υποψήφια Δρ. Τμήματος Βιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Γιώργος Μπάρκας, υποψήφιος Δρ. Τμήματος Βιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Βάσια Συκιώτη, M.Sc., υποψήφια Δρ. Τμήματος Φαρμακευτικής Πανεπιστημίου Πατρών
Άννα Μέμου, M.Sc., υποψήφια Δρ. Τμήματος Βιοτεχνολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Ιωάννα Αριανόγλου, M.Sc., υποψήφια Δρ. Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Ελένη Βασσιλάκη, M.Sc., υποψήφια Δρ. Τμήματος Βιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Θέμις Κοκκίνου, υποψήφια Δρ. Ιατρικής Σχολής, Karolinska Institutet, Stockholm
Μπάμπης Γαλουζής, υποψήφιος Δρ. Γενετικής
Άννα Βούλγαρη-Κόκοτα, Μοριακή Βιολόγος-υποψήφια Δρ. University of Wurzburg
Μαρίνα Σταματίου, M.Sc. Μοριακής Βιοτεχνολογίας, University of Birmingham
Γεωργής Φλωριώτης, M.Sc. Bιοτεχνολογίας
Αλεξάνδρα Καπίρη, Μοριακή Βιολόγος, M.Sc. Κλινική Βιοχημεία-Μοριακή Διαγνωστική
Ευφροσύνη Δουβίτσα, υποψήφια Δρ. ΠΕ/ΕΑΑ
Βαγγέλης Μπάρτζος, Μοριακός Βιολόγος
Γιώργος Ιατρού, Μοριακός Βιολόγος
Ζωγραφάκη Ειρήνη, Βιολόγος, M.Sc. στη Δημόσια Υγεία (MPH)
Μπέλμπας Χρήστος, M.Sc. Βιοηθικής
Ιωάννα Μυρονίδη, M.Sc. Molecular Life Sciences
Σταμάτης Οικονόμου, Βιολόγος, M.Sc. Διδακτική – Παιδαγωγική
Κέλλυ Κατσαούνου, Βιολόγος, M.Sc. Μοριακής και Εφαρμοσμένης Φυσιολογίας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ
Ιλιάδου Δανάη, Ιατρός
Γιώργος Αποστολόπουλος, Βιολόγος
Ελευθερία Γεωργίου, Βιολόγος
Τρυπάκη Χαρίκλεια, Βιολόγος
Μάρω Ηλιοπούλου, Βιολόγος
Βαγγέλης Ι. Παράβας, Βιολόγος-Φωτογράφος
Βαβάκου Αννα, Μ.Sc. Nευροεπιστημών, υποψήφια Δρ., Βιολόγος
Τζιουβάρα Ολύβια, Βιολόγος
Κωνσταντίνα Καλοδήμου, υποψήφια Δρ. τμήματος Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Σμυρλή Μαρία, Βιολόγος
Στρατήγη Κατερίνα, Βιολόγος
Έρση Εμμανουηλίδου, Βιολόγος
Παλαιοθοδώρου Έλλη, Βιολόγος
Πάσχου Νεφέλη, Βιολόγος
Παληογιάννης Χάρης, Βιολόγος
Δίγκα Νικολέττα, Βιολόγος
Λιβιτσάνου Μελίνα, Βιολόγος
Παλλάκη Πασχαλίνα, Βιοχημικός
Αργύρης Μεγαλιός, Βιολόγος
Σπύρος Μερκούρης, Βιολόγος, M.Sc. υποψήφιος Δρ. τμήματος Βιοεπιστημών, Πανεπιστήμιο Cardiff
Μαμαντόπουλος Μιχάλης, Βιολόγος, M.Sc. Molecular and Cellular Life Sciences
Λυδία Παυλίδη, Βιολόγος
Κωνσταντίνα Κόκκαρη, Βιολόγος
Δανάη Παπαδοπετράκη, MSC Γνωσιακή Νευροεπιστήμη
Δήμητρα Μαυροειδή, Βιολόγος, M.Sc. Μοριακής Βιολογίας-Βιοϊατρικής, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Ηρώ Σκόπα, Βιολόγος
Νίκη Κτενά, Βιολόγος
Σταματίνα Ρούσσου, Βιολόγος
Πόλυ Ζαχαριάδου, Βιολόγος
Άρης Ανέστης, M.Sc. Molecular Medicine, υποψήφιος Δρ.
Ηλίας Τζελέπης, M.Sc., Βιολόγος, υποψήφιος Δρ., Karolinska Institutet
Βέλλη Αγγελική, απόφοιτος Βιοχημείας-Βιοτεχνολογίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Γαλανού Εύη, Βιολόγος, M.Sc. Forensic Science
Χρήστος Σκρέκας, Βιολόγος, M.Sc. in genomics and system biology
Φιλιπποπούλου Κωνσταντίνα, Βιολόγος, M.Sc., υποψήφια Δρ., Πανεπιστήμιο Aix Marseille
Σοφοτάσιου Μαρία, Βιολόγος, υποψήφια Δρ. Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ
Μαντέλας Νίκος, Βιολόγος
Δημοπούλου Αγγελική, Βιολόγος, M.Sc, υποψήφια Δρ. Νευροεπιστημών τμήματος Ιατρικής, Πανεπιστήμιο Πατρας
Κωνσταντίνος Λύγδας, υποψήφιος Δρ. Νευροβιολογίας
Τσελεπή Μαρία, Βιολόγος, M.Sc. Ιατρικής Χημείας
Νατάσα Δημητριάδη, Βιολόγος, M.Sc Molecular Medicine
Γεώργιος Γελαδάκης, Βιολόγος, M.Sc., υποψήφιος Δρ. Πανεπιστήμιο Κρήτης
Χριστοδουλάκη Ειρήνη, Μαθηματικός, υποψήφια Δρ. Πληθυσμιακής γενετικής, Κτηνιατρική Βιέννης
Δρ. Ιωάννης Βλατάκης, Βιολόγος, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Δρ. Κατερίνα Παργανά, ανοιχτό πανεπιστήμιο Λονδίνου – Stazione Zoologica Anton Dohrn, Nάπολη
Ειρήνη Θάνου, M.Sc., υποψήφια Δρ. Τμήματος Νοσηλευτικής Αθηνών
Πένη Γαλάνη, M.Sc. Molecular Biomedicine, Υποψήφια Δρ. τμήματος Ιατρικής
Δρ. Σοφία Σπανού, Βιολόγος, Πανεπιστήμιο Πατρών
Καλλιόπη Ιουμπά, M.Sc Cognitive Νeuroscience, απόφοιτος Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής
Βάσια Ζορμπαλή, Βιολόγος
Βάγια Ελπίδα, Βιολόγος, πανεπιστήμιο Κρήτης
Θανάσης Νοφτσης,Βιολόγος
Σπύρος Ταστσόγλου, Βιοχημικός-Βιοτεχνολόγος, υποψήφιος Δρ. Βιοπληροφορικής, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Μπότσιου Μυρτώ, Βιολόγος
Αντωνία Χρόνη, υποψήφια Δρ. Πανεπιστημίου Αιγαίου, M.Sc., Βιοχημικός-Βιοτεχνολόγος
Κολοκοτρώνη Ανθή, Χημικός-Βιοχημικός, Μ.Sc.
Γιώργος Μαρωνίτης, Βιοχημικός-Βιοτεχνολόγος, MSc Molecular Medicine
Τρασανίδης Νικόλαος, Βιοχημικός, υποψήφιος Δρ., Imperial College London
Aννίτα Λουλουπή, υποψήφια Δρ., Max Planck, Molecular Genetics Berlin
Στάθης Λαγός, Βιοχημικός-Βιοτεχνολόγος,B.Sc. , μεταπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Βιοχημείας και Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Βασίλης Θανόπουλος, Βιολόγος, M.Sc., υποψήφιος Δρ. Τμήματος Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης Πανεπιστημίου Αθηνών
Νόρα Παπαδήμα Καρανίκου, Βιολόγος
Δρ. Κωνσταντίνος Μιχάλης, Βιολόγος, University of Bristol, Ηνωμένο Βασίλειο
Θεοφιλάτος Δημήτρης, Βιολόγος, M.Sc, υποψήφιος Δρ. Ιατρικής σχολής, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Μελίνα Παπαλαμπροπoύλου-Τσιρίδου, MSc, υποψήφια Δρ. Ιατρικού τμήματος Laval University, Quebec City, Canada
Μελίνα Τιμπλαλέξη, βιολόγος, πανεπιστήμιο Κρήτης
Δρ. Δήμητρα Μηλιώνη, Βιοφυσικός
Θεοδώρα Μανωλάκου, Βιοτεχνολόγος-Γεωπόνος, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Μοριακής Βιοϊατρικής της Ιατρικής Σχολής Αθηνών
Δρ. Σωτήριος Γαλτσίδης, Post Doc fellow, University of Luxembourg
Ζήνα Δαλιάνη, Βιολόγος
Αλέξανδρος Μπελαβίλας, MSc, Βιοχημικός/Βιοτεχνολόγος, University of Barcelona
Ευαγγελία Θάνου, Βιολόγος, M. Sc Molecular Biomedicine Ιατρικής Σχολής Αθηνών
Δανάη Ζαρείφη, Βιολόγος, M.Sc.
Ηλέκτρα Καλαϊτζοπούλου, M.Sc. Βιολόγος, υποψήφια Δρ. Βιοχημείας
Τσαλίκη Ελένη, Βιολόγος, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Βιοχημείας
Χριστοδουλοπούλου Σταυρούλα, Βιολόγος
Γιάννης Κεσίδης, βιολόγος, M.Sc. υποψήφιος Δρ. πανεπιστημίου Ουψάλας
Ιλιάνα Σερίφη, M.Sc. Βιοτεχνολογίας, υποψήφια Δρ. τμήματος Ιατρικής Ιωαννίνων
Δρ. Κωνσταντίνος Ε. Παπαθανασίου, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Τμήμα Χημείας, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Λύδα Κρικώνη, Βιολόγος, M.Sc. Μοριακής Ιατρικής, ΕΚΠΑ
Φερεντίνος Αθανάσιος, Βιολόγος, Μ.Sc Molecular Biomedicine
Γαβριηλίδου Μαρίνα, Βιολόγος
Μαρία Νανά, Βιολόγος
Zαφειρόπουλος Χάρης, Βιολόγος
Κατερίνα Χαβάτζα, απόφοιτος Ιατρικής Σχολής Αθηνών
Κατερίνα Αραβαντινού, Βιολόγος
Σπύρος Γεωργάκης ,MSc Μοριακής Βιολογίας & Βιοιατρικής, Υποψήφιος Δρ. Ιατρικής Σχολής Πανεπιστήμιο Κρήτης
Dr. Meropi Mari, Biomedical Engineering, University of Edinburgh
Χριστίνα Παυλούδη, Βιολόγος MSc, υποψήφια Δρ. τμήματος Βιολογίας Πανεπιστήμιου Γάνδης
Δρ. Μαρία Μαρκάκη, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια, Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Κυριακοπούλου Νίκη, Βιολόγος M.Sc., Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης
Δρ. Αλέκα Τσαλαφούτα, Βιολόγος, Μεταδιδακτορική Ερευνήτρια, Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών
Οδυσσέας Πιπεράγκας, Βιολόγος, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Δρ. Σταύρος Σταγάκης, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής, Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνα
Ευσταθίου Αλεξάνδρα, μεταπτυχιακη φοιτήτρια Τμήματος Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών
Μαριάννα Ντούρου, M.Sc. Βιολόγος, υποψήφια Δρ. Μικροβιολογίας
Αλεξάνδρα Δασκαλάκη, μεταπτυχιακή φοιτήτρια Τμηματος Βιολογίας, Πανεπιστημίου Πατρών
Νικολίτσα Περδικούλη μεταπτυχιακή φοιτήτρια τμηματος Βιολογίας, Πανεπιστημίου Πατρών
Θεοδώρου Ιάσων, Βιολόγος
Ρογδάκης Θανάσης, Βιολόγος, M.Sc., University College London
Μαργαρίτης Στράτος, Βιολόγος, M.Sc., Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
Μπλέτσα Αριστούλα, Βιολόγος
Πιτσιλή Ευγενία, Βιολόγος, υποψήφια Δρ. Μοριακής Βιολογίας, UB university of Barcelona
Βαλάκος Δημήτρης, υποψήφιος Δρ. ΕΚΠΑ
Δρ. Φοίβος Μπορμπόλης, Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών
Θεοδώρου Γιάννης, Βιολόγος , μεταπτυχιακός φοιτητής Molecular Life Sciences, Friedrich Schiller University of Jena
Γιώτα Κοσκινιώτη, Υποψήφια Δρ. Βιοχημείας/Βιοτεχνολογίας, ερευνήτρια στο International Atomic Energy Agency (IAEA)
Μπαϊράμης Αντώνης, Φυσικός, MSc Χημείας, Υποψήφιος Διδάκτορας Φυσικής Πανεπιστημίου Κρήτης
Βαγγέλης Νατσαρίδης, μεταπτυχιακός φοιτητής, Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών
Κρασούλης Αγαμέμνων, M.Sc. Υπολογιστική Νευροεπιστήμη, υποψήφιος διδάκτωρ, University of Edinburgh
Δημήτριος – Γεώργιος Κοντόπουλος, Υπολογιστικός Βιολόγος, MRes, DIC, υποψήφιος διδάκτωρ Imperial College London
Γαλαράς Αλέξανδρος, Βιολόγος
Δαραή Ευαγγελία, M.Sc. Bιοχημικός, Uppsala University
Μπενιάτα Ουρανία, Βιολόγος, MSc Εφαρμογές της Βιολογίας στην Ιατρική, ΕΚΠΑ
Νικολέρη Δήμητρα, Βιολόγος, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Δρ. Κορνιώτης Σαράντης, Ανοσολογίας, Πανεπιστήμιο Paris Descartes
Δρ. Γλεντής Αλέξανδρος, Κυτταρική Βιολογία, Πανεπιστήμιο Paris Diderot
Αμαλία Σολωμού ΜRes, Βιολόγος
Δήμητρα Μαζαράκη, M.Sc., υποψήφια Δρ. Max Delbrück Center for Molecular Medicine Berlin
Αντώνης Παπαδάκης, M.Sc., υποψήφιος Δρ., CECAD, Κολωνία
Νατάσα Σωπάκη – Βαλαλάκη Χημικός, M.Sc., υποψήφια. Δρ. Ινστιτούτο Παστερ
Παρασκευή Τσιολάκη Βιολόγος, M.Sc., υποψήφια. Δρ. Βιολογίας ΕΚΠΑ
Βούλγαρης Μενέλαος, Βιοχημικός, υποψήφιος Δρ., dpt of Biochemistry, University of Oxford
Διονυσία Κεφάλα, Βιοχημικός-Βιοτεχνολόγος, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Ελένη Νίκα , Βιολόγος
Δρ. Γεωργία Ντερμεντζάκη, Βιολόγος, Columbia University