Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ - Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΚΡΙΣΗΣ




 http://i523.photobucket.com/albums/w359/DMW65/5296_1218037129918_1198569916_63022.jpg?t=1259684596

Το ψεύδος της οικονομίας και η καντιανή ηθική προσταγή 

Παραμονές του 2009 είμαι κατάπληκτος από τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η σαρωτική χρηματοπιστωτική κρίση που έχει ήδη αποτελέσματα ορατά στην πραγματική οικονομία (η χειρότερη τέτοια, λένε, μετά το κραχ του 1929): περίπου σαν φυσική καταστροφή ––όπως το τσουνάμι του 2004–– ή θεομηνία απέναντι στην οποία πρέπει «όλοι» να ενωθούμε και να πάρουμε μέτρα. «Όλοι»: δηλαδή εκείνοι που την προκάλεσαν συσσωρεύοντας αμύθητο πλούτο, ο οποίος τους επιτρέπει να την ανταπεξέλθουν ανώδυνα και ίσως να επανακερδοσκοπήσουν από αυτήν, κι εκείνοι που είχαν ήδη εξοντωθεί από τη διευρυνόμενη ανισότητα και θα πληρώσουν με τον πιο οδυνηρό τρόπο τις συνέπειές της… Η φυσικοποίηση της κρίσης είναι, προφανώς, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να εκβιαστούν αθέμιτες συναινέσεις και να αποκρυφθεί ο κοινωνικός πόλεμος που δεν έχει πάψει να σοβεί στο βάθος κοινωνιών τόσο ανελέητα ταξικών όσο αυτές στις οποίες ζούμε. Αν όμως οι «φυσικές καταστροφές» είναι ήδη βαθύτατα κοινωνικές και αποτελέσματα πολύπλοκων ανθρώπινων στρατηγικών, τί πρέπει άραγε να σκεφτούμε για τις οικονομικές;

Κυριαρχία του κεφαλαίου και «ανάπτυξη»

Ανατρέχοντας στην Κριτική της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ, που τόσο άσχημα την διαβάζουμε εδώ και πάνω από έναν αιώνα, επικεντρωνόμαστε στις οικονομικές του αναλύσεις ξεχνώντας να σκεφτούμε τη σημασία του όρου «κριτική». Ο όρος «ιδεολογία», που ο ίδιος επινόησε για να περιγράψει την παραμορφωτική αντανάκλαση των κοινωνικών σχέσεων μέσα στις έννοιες της γερμανικής φιλοσοφίας, δεν ίσχυε λιγότερο για εκείνη την άλλη «επιστήμη» που είχε γεννηθεί κάπου δύο γενιές νωρίτερα: τη βρετανική πολιτική οικονομία (των Smith, Malthus, Ricardo, κ.ά.). Στην πραγματικότητα, ο Μαρξ εισάγει το όλο θεωρητικό του εγχείρημα μέσ' από μια χιαστί κριτική της γερμανικής φιλοσοφίας και της βρετανικής οικονομίας, θέτοντας το διπλό ερώτημα: εάν η φιλοσοφία επικεντρωνόταν στις «ωραίες» πλευρές της ανθρώπινης ελευθερίας και αυτοπραγμάτωσης, πώς εξηγούσε την πραγματική ανθρώπινη εξαθλίωση και δυστυχία του παρόντος; Και αν η οικονομία περιοριζόταν στην «ταπεινή» παραγωγή κέρδους και εμπορευμάτων, πώς οι αφηρημένα ποσοτικές έννοιές της ––τιμή, πρόσοδος, κέρδος, αξία, κοκ.–– συνδέονταν με συγκεκριμένα ποιοτικές όπως αυτοπραγμάτωση, δημιουργικότητα, ικανοποίηση, κλπ.; Η ανάλυση που ακολούθησε όφειλε να μας έχει προ πολλού ειδοποιήσει ότι οι τεχνικές έννοιες και τα μεγέθη με τα οποία μιλάει και σκέπτεται η οικονομική επιστήμη δεν είναι λιγότερο υποστασιοποιημένες αφαιρέσεις από όσο οι κατηγορίες, ας πούμε, της εγελιανής Φιλοσοφίας του Πνεύματος. Ίσως μάλιστα περισσότερο…
Να το πούμε πιο άμεσα: η παγίδευση της ανθρώπινης εργασιακής δύναμης στον βρόγχο του κεφαλαίου έχει ως επιστημολογικό σύστοιχο την παγίδευση της γλώσσας των συγκεκριμένων ανθρώπινων αναγκών στον βρόγχο της τεχνικής ιδιολέκτου των οικονομολόγων. Με αντίστοιχο τρόπο σήμερα, όλοι μοιάζουν να προσφεύγουν στην ειδημοσύνη των μαιτρ της οικονομίας ––που οι ίδιοι ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στην κοινωνική ελίτ, πράγμα που τους επιβάλλει μια ορισμένη οπτική εκ των άνω–– για να τους εξηγήσουν τί έχει συμβεί και τί πρέπει να γίνει προσεχώς: κι εκείνοι ανταποκρινόμενοι στο καθήκον τους ξεδιπλώνουν πολύπλοκους συσχετισμούς ποσοτικοποιήσιμων εννοιών ––ανάπτυξη, ύφεση, πλεόνασμα, έλλειμα, ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, κατά κεφαλήν εισόδημα, στασιμοπληθωρισμός, κοκ.–– των οποίων την πραγματική σημασία για την ανθρώπινη ζωή και το γήινο οικοσύστημα είναι και οι ίδιοι ανίκανοι να συλλάβουν. Ένα από τα πιο εύγλωττα παραδείγματα είναι η έννοια «ύφεση», την οποία όλοι τρέμουν και η οποία θεωρείται ένας από τους πιο αποφασιστικούς δείκτες της παρούσας κρίσης. Γιατί, και κυρίως για ποιον, είναι κακό η οικονομική ύφεση; Πρακτικό νόημα της ύφεσης είναι η ανακοπή της ανάπτυξης, νοούμενης ως οικονομικής μεγένθυσης, της οποίας μία παράμετρος θα ήταν η συνεχής αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Η ύφεση είναι κακό πράγμα, λοιπόν, εάν προηγουμένως νοούνται ως επιθυμητά πράγματα οι ως άνω μεγεθύνσεις και αυξήσεις. Τι είναι όμως εκείνο που μετρούν οι δείκτες μιας τέτοιας μεγέθυνσης; Είναι εντυπωσιακό το ότι κανένας δεν θέτει αυτό το ερώτημα· εάν όμως το θέσει, η απάντηση είναι εύκολη: μετρούν την κερδοφορία των επιχειρήσεων, δηλαδή την απόδοση του επενδυμένου κεφαλαίου. Κατά ποια έννοια όμως τα κέρδη του επενδυμένου κεφαλαίου σχετίζονται με την πραγματική ευημερία των ανθρώπων; Στην πραγματικότητα, η κερδοφορία του κεφαλαίου προκύπτει από την εντατική εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας και των φυσικών πόρων, πράγμα που σημαίνει ότι η κερδοφορία των διεθνών επιχειρήσεων και η ευημερία του παγκόσμιου πληθυσμού βρίσκονται σε αντιστρόφως ανάλογη σχέση: η άνοδος του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος δηλώνει, πρώτον, τον βαθμό εμπορευματοποίησης των ανθρώπινων δράσεων και συναλλαγών μέσα σε μια ορισμένη κοινωνία· και δεδομένης αυτής, δεύτερον, τον ρυθμό των κερδών που σημειώνονται εκ μέρους εκείνων οι οποίοι πωλούν αγαθά και υπηρεσίες. Σημαίνει πιθανότατα ότι αυτά τα αγαθά και οι υπηρεσίες γίνονται όλο και ακριβότερα, όλο και λιγότερα προσιτά σε όλο και μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού, και παράλληλα ότι οι περιβαλλοντικοί πόροι λιγοστεύουν από την υπεράντληση ενώ ταυτόχρονα αποκλείεται από τη νομή τους εκείνο το κομμάτι που από την απώλεια της αγοραστικής του δύναμης παράγονται τα κέρδη του κεφαλαίου. Αν η απογοητευτική εικόνα της παρούσας κρίσης μάς φέρνει αντιμέτωπους με μία δραματική μείωση των ανανεώσιμων περιβαλλοντικών πόρων και μια ραγδαία επεκτεινόμενη αποπτώχευση του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας, πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτό είναι συνέπεια όχι κάποιας αποτυχίας, αλλ' ακριβώς της επιτυχίας που σημείωσε μέσα στις προηγούμενες δεκαετίες η διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης. Το σφάλμα στις εκτιμήσεις μας έγκειται στο ότι πέσαμε στην παγίδα να σκεφτόμαστε τις οικονομικές δραστηριότητες με οικονομικούς όρους.

Νεοφιλελευθερισμός και χρηματοπιστωτική κρίση

Όπως τα μεγάλα προβλήματα που γεννά η σύγχρονη τεχνοεπιστήμη δεν είναι απλώς τεχνικά, έτσι και τα προβλήματα που γεννούν οι σύγχρονες μορφές οικονομίας δεν είναι απλώς οικονομικά. Η «αυτονομία» του οικονομικού πεδίου (όπως και η «αυτονομία» του εν γένει επιστημονικού πεδίου) είναι ακριβώς η κυρίαρχη καπιταλιστική ιδεολογία: πανίσχυρο όπλο σε έναν σφοδρο ταξικό αγώνα, στον οποίον κερδίζουν μέχρι στιγμής οι κεφαλαιοκρατικές ελίτ οδηγώντας τον κόσμο σε αργό θάνατο (απ' όπου ελπίζουν ότι μπορούν μεσοπρόθεσμα να εξαιρεθούν οι ίδιες). Αν σηκώσουμε όμως το ιδεολογικό πέπλο και δούμε για μία στιγμή καθαρά αυτή την πραγματικότητα, θα έπρεπε ίσως να σκεφτούμε μήπως ό,τι συνιστά ανάθεμα και καταστροφή από τη σκοπιά των οικονομολόγων και των υψηλών παραγγελιοδόχων τους ––η παρούσα κρίση–– είναι ταυτόχρονα μια ελάχιστη χαραμάδα ελπίδας για την ανθρωπότητα. Η σημερινή χρηματοπιστωτική κρίση είναι το πρόδηλο αποτέλεσμα μιας στρατηγικής αποικιοποίησης του χρόνου εκ μέρους τού κεφαλαίου – που σημαίνει, κεφαλαιοποίηση και προεξώφληση της δυνητικής παραγωγής. Αυτή είναι η όμως η ουσία του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου και, βεβαίως, ήταν παρούσα από τις πρώτες ημέρες του καπιταλισμού. Σωστά· σημασία έχει όμως ότι αυτό βρισκόταν πάντα σε σχέση εξάρτησης προς το παραγωγικό κεφάλαιο (δηλαδή, τη συντελεσθείσα παραγωγή), ενώ στα τελευταία είκοσι χρόνια η σχέση αυτή έχει για πρώτη φορά αντιστραφεί πλήρως. Όταν όμως σε αυτό το παιχνίδι το χάσμα ανάμεσα στη πραγματική παραγωγή και τη δυνητική παραγωγή διευρύνεται υπέρμετρα, όπως συνέβη μέσα στην τελευταία δεκαετία, ενώ η πραγματική παραγωγή αρχίζει να εξαρτάται από τη δυνητική και όχι αντιστρόφως, δύο μεγάλοι κίνδυνοι ανακύπτουν, εκ των οποίων ο ένας δεν είναι καθόλου οικονομικός αλλά με την κυριολεκτική σημασία πολιτικός. Προκειμένου η πραγματική παραγωγή να συμπέσει με την προβλεφθείσα (και ήδη κεφαλαιοποιημένη) πρέπει κάθε αστάθμητος παράγοντας να αποκλειστεί από την παραγωγική διαδικασία (να «πιάσουμε τις νόρμες», όπως έλεγαν στην σχεδιοποιημένη οικονομία της ΕΣΣΔ): πράγμα που σημαίνει, οφείλει αυτή να διευθυνθεί με στρατιωτικό τρόπο, να συμπιεσθεί η κινητικότητα και οι διεκδικήσεις της εργατικής δύναμης, να αποκλεισθούν οι κοινωνικές διαπραγματεύσεις και να κατασταλεί αποτελεσματικά κάθε δύναμη αμφισβήτησης. Συνεπάγεται δηλαδή μια ραγδαία μετατόπιση των μοντέρνων κοινωνιών προς τον αυταρχισμό, άρση των δημοκρατικών διαβουλεύσεων και καταστολή των αμφισβητησιακών κινημάτων – χαρακτηριστικά όλα του ολοκληρωτικού κράτους, προς το οποίο τείνουν όλο και περισσότερο οι ανεπτυγμένες δυτικές κοινωνίες από τη δεκαετία του '80 και ύστερα (και αυτό εξηγεί επίσης την επιτυχία της Κίνας). Οι δημοσιονομικές πολιτικές των δυτικών κρατών ––και της Ευρωπαϊκής Ένωσης περισσότερο ίσως απ' όσο των ΗΠΑ, για όποιον δεν θέλει να αυταπατάται–– είναι το πιο ευανάγνωστο εργαλείο μιας τέτοιας μετάφρασης των σιδηρών οικονομικών «αναγκαιοτήτων» σε ραγδαίο κοινωνικό εκφασισμό.
Η δεύτερη συνέπεια είναι ειδικότερα οικονομική. Εάν παρά ταύτα ο επιδιωκόμενος προγραμματισμός σε κάποιον βαθμό αποτύχει (και είναι αναπόφευκτο ν' αποτύχει, δεδομένου του πλήθους των αστάθμητων παραγόντων που υπεισέρχονται σε μια διαδικασία εξαρτώμενη από τη δράση ζωντανών ανθρώπων), εάν μάλιστα η αποτυχία αυτή ενισχυθεί από μία άλλη απρόβλεπτη συνιστώσα, την απότομη πτώση του ποσοστού απόδοσης των φυσικών πόρων εξαιτίας της εντατικής υπερεκμετάλλευσης, τότε η κατάρρευση που επέρχεται είναι γρήγορη και εκρηκτική. Αυτή είναι η ταυτότητα της παρούσας κρίσης. Όσο καταστροφικά και αν είναι τ' αποτελέσματά της, ενόψει των παραπάνω δεν τολμάει κανείς να σκεφθεί τί θα είχε συμβεί εάν δεν είχε υπάρξει κρίση να ανακόψει μια τέτοια διαδικασία! Εν πάση περιπτώσει, αυτή η ολέθρια στρατηγική αποικιοποίησης του χρόνου σε μεγάλο βάθος, η αντιστροφή των κλασικών σχέσεων χρηματοοικονομικού-παραγωγικού κεφαλαίου, αν θέλετε, είναι η ερημωτική απόληξη του νεοφιλελευθερισμού, λένε πολλοί. Σωστά· δεν εξηγούν όμως γιατί αναδύθηκε ο νεοφιλελευθερισμός και επιβλήθηκε ως κυρίαρχο οικονομικό δόγμα από τη δεκαετία του '80 και ύστερα. Ολοφάνερα, ήταν αποτέλεσμα της γενικευμένης εφαρμογής του αυτοματισμού στην εργασία, η οποία γέννησε δομική ανεργία μεγάλης κλίμακας και σηματοδότησε την απαρχή μιας ολόκληρης αλυσίδας κρίσεων που κορυφώνονται ακριβώς στη σημερινή. Το ερώτημα που τέθηκε με οξύ τρόπο τότε ήταν: μείωση της εργασίας και αύξηση του ελεύθερου χρόνου για όλους, ή αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων εις βάρος ενός μεγάλου τμήματος της εργατικής δύναμης που θα πρέπει ν' αποκλειστεί στο εξής από την εργασία (και την αγορά); Η απάντηση των κεφαλαιοκρατικών ελίτ ήταν ανενδοίαστα η δεύτερη, υπολογίζοντας ότι η αύξηση της παραγωγικότητας που θα προερχόταν από το πάγιο κεφάλαιο (τις «έξυπνες» μηχανές) υπεραντιστάθμιζε την απώλεια ενός μέρους της αγοραστικής δύναμης η οποία θα χανόταν με την εξόντωση (οικονομική, άρα φυσική) ενός ολόκληρου τμήματος της κοινωνίας – που τότε χαρακτηριστικά υπολόγιζαν στο «ένα τρίτο». Έτσι γεννήθηκε ο νεοφιλελευθερισμός. Όμως η «κοινωνία των δύο τρίτων» αποδείχθηκε ότι μειωνόταν εκθετικά (τα δύο τρίτα των δύο τρίτων, ύστερα τα δύο τρίτα των νέων δύο τρίτων, κοκ.) καθώς παρήγε αυξανόμενο αποκλεισμό και περιθωριοποίηση, με αποτέλεσμα στα τέλη της δεκαετίας του '80 να έχουμε την πρώτη μεγάλη ύφεση που έμοιαζε δομικά μ' εκείνη του 1929 (μολονότι κανείς τότε δεν το έλεγε): κρίση υπερπαραγωγής λόγω της πτώσεως των δυνατοτήτων απορρόφησης από την αγορά. Το 1930 έλυσαν το πρόβλημα μέσ' από το κεϋνσιανό εύρημα των «κοινωνικών παροχών» – τις αναδιανεμητικές στρατηγικές του λεγόμενου κράτους προνοίας. Το 1990 η νεοφιλελεύθερη σοφία επινόησε αντ' αυτού τη στρατηγική του ιδιωτικού δανεισμού: έτσι μπήκαμε στην τελευταία σπείρα του σημερινού λαβυρίνθου. 

Η ακαταλληλότητα του κεϋνσιανού μοντέλου 

Είναι λοιπόν η λύση των σημερινών προβλημάτων μια επιστροφή στον Κέυνς; Κρίνοντας από τη ρητορική των ημερών, μία νέα συναίνεση τείνει να δημιουργηθεί εσχάτως μεταξύ δεξιάς και σοσιαλδημοκρατίας, που κοιτάζει ντροπαλά προς τον κεϋνσιανισμό όπως μέχρι χθές κοιτούσε προς τον νεοφιλευθερισμό. Το κεϋνσιανό μοντέλο όμως, για όποιον επίσης δεν θέλει να αυταπατάται, έχει συμβάλει κατά πολύ στη γένεση του προβλήματος και ως εκ των ιδίων του αποτελεσμάτων δεν είναι εφαρμόσιμο σήμερα. Οι αντισταθμιστικές παροχές που θεσμοθέτησε, προκειμένου να τονώσει την αγοραστική δύναμη, βασίστηκαν σε μία δυναμική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία η οποία, εκτός των άλλων, οδήγησε στην εμπορευματοποίηση του συνόλου των κοινωνικών λειτουργιών: η εκπαίδευση, η οικιακή περίθαλψη, η μικρή κατά τόπους αυτοπαραγωγή, ο ελεύθερος χρόνος των ανθρώπων έγιναν αντικείμενα επιτελικού σχεδιασμού και αιχμαλωτίστηκαν σ' ένα άτεγκτο σύστημα παραγωγής και αναπαραγωγής που ελέγχεται σε τελευταία ανάλυση από την αγορά (οσοδήποτε «ελεύθερη» ή σχεδιοποιημένη). Η «δωρεάν» παροχή τους ήταν το δόλωμα για να ενταχθούν στο σύστημα, του οποίου ο επόμενος διαχειριστής ––ο νεοφιλελευθερισμός–– αλλάζοντας στρατηγική θα μπορούσε πλέον να τα πουλήσει. Η άλλη όψη αυτής της διαδικασίας, και η πιο τρομερή, ήταν η εντατική σε ανήκουστο βάθος εκμετάλλευση της φυσικών πόρων. Ξεχνάμε μήπως ότι το σύνθημα της «ανάπτυξης», ως απεριόριστης οικονομικής μεγέθυνσης, διατυπώθηκε επισήμως από τα χείλη του προέδρου Τρούμαν μεσουρανούντος του κεϋνσιανισμού; Στην πραγματικότητα, το κεϋνσιανό μοντέλο διαχείρισης του καπιταλισμού έθεσε κάποια κανονιστικά όρια στον βαθμό εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης (χάριν της «ομαλής» λειτουργίας της αγοράς, όχι λόγω κανενός ανθρωπιστικού μελήματος) υπό τον όρον ότι αντιστάθμιζε τις δυνατότητες κερδοφορίας του κεφαλαίου από την υπερεντατική εκμετάλλευση της φύσης. Στο τέλος της βασιλείας του κεϋνσιανισμού βρεθήκαμε με νέες, πανίσχυρες τεχνολογίες στα χέρια και απέναντι σε μία πρωτοφανή οικολογική καταστροφή που αυξάνει εκθετικά έκτοτε.
Αυτή η αδυναμία περαιτέρω εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος είναι που κάνει αδύνατη την επαναφορά του κεϋνσιανισμού σήμερα. Από μία άποψη, η κατάσταση είναι πολύ πιο ζοφερή απ' ότι ήταν το '29: τότε η αγορά βραχυκύκλωσε από μια κρίση ζήτησης, σήμερα βραχυκυκλώνει από μια διπλή κρίση, ζήτησης και περιβαλλοντικής κατάρρευσης. Πρέπει κυρίως να καταλάβουμε ότι δεν υφίστανται ούτε τεχνικές ούτε οικονομικές λύσεις ενόσω η τεχνική και η οικονομία παραμένουν αποφασιστικά προσανατολισμένες στην παραγωγή κεφαλαιοκρατικού κέρδους: η εμμονή στην κερδοφορία των επιχειρήσεων και στην οικονομική «ανάπτυξη» είναι ο σίγουρος δρόμος προς την άβυσσο. Θα είμαστε ίσως πολύ αισιόδοξοι αν αξιώναμε οι κεφαλαιοκρατικές ελίτ να το συνειδητοποιήσουν και να παραιτηθούν αυτοβούλως από τα τερατώδη προνόμιά τους· οι ανθρώπινες κοινωνίες όμως πόσο μπορούν να το ανεχθούν αυτό; 

Αποανάπτυξη, και η ηθικοπολιτική διάσταση

Το στοίχημα της επιβίωσης του πλανήτη είναι όντως το στοίχημα της αποανάπτυξης. Για να γίνει αυτό πλήρως κατανοητό πρέπει να προσανατολιστούμε σε μία ποιοτική έννοια του πλούτου, δηλαδή μη οικονομική, και να δούμε κατάματα την αντίστροφη αναλογία που συνδέει τις δύο έννοιες: οικονομική ανάπτυξη σημαίνει κοινωνική/περιβαλλοντική αποπτώχευση, ο κοινωνικός/περιβαλλοντικός πλούτος απαιτεί τη συρρίκνωση της οικονομίας. Δεν πρόκειται καν για μια «ηθική οικονομία» (τύπου Αμάρτια Σεν), διότι η αυτονόμηση της οικονομίας ακυρώνει αυτομάτως οιαδήποτε ηθική και πολιτική σημασία (πρακτικώς αλληλένδετες). Δεν είναι χωρίς σημασία το ότι η μεγάλη σκέψη του παρελθόντος, από τον Αριστοτέλη ως τον Καντ και τον Χέγκελ, δεν αναγνώριζε κανέναν ανεξάρτητο οικονομικό τομέα, του οποίου τις δραστηριότητες υπήγε κανονικά στην ηθικοπρακτική σφαίρα· μία στιγμή αργότερα, μετά τη θριαμβική ανάδυση της «οικονομίας» μέσ' από τις δραστηριότητες της κεφαλαιοκρατικής τάξης η οποία μετέτρεψε την αποικιακή εκμετάλλευση σε βιομηχανική επανάσταση, ο σημαντικότερος κληρονόμος αυτών των στοχαστών, ο Μαρξ, πάσχισε να καταδείξει το ιδεολογικό ψεύδος που κρύβεται μέσα στις έννοιες της νέας οικονομικής επιστήμης.
Μπορούμε ακόμα και να βρούμε το σπέρμα της κριτικής του Μαρξ μέσα στις «οικονομικές» παρατηρήσεις του Αριστοτέλη, ο οποίος διέβλεψε νωρίς τους κινδύνους που κρύβονται στην αυτονόμηση της παραγωγής-προς-ανταλλαγή (δηλαδή, σαν να λέμε, της ανταλλακτικής αξίας) από την αυτοπαραγωγή (την αξία χρήσης, αντίστοιχα).Η έννοια της πράξεως στον Αριστοτέλη διαφύλασσε τη συνοχή του πεδίου που λέμε ηθικοπρακτικό, και αυτό περιελάμβανε τρεις αδιαχώριστες λειτουργίες: την παραγωγή των αναγκαίων για την επιβίωση του οίκου (οικονομία), την ελεύθερη διαβούλευση των εκπροσώπων των οίκων που απαρτίζουν την πόλιν (πολιτική) και τη διαρκή ερωτηματοθεσία περί του ήθους, δηλαδή του έλλογου πράττειν μέσα στις έτσι συγκροτούμενες ανθρώπινες συλλογικότητες (ηθική). Την κορυφαία επανεπεξεργασία της ηθικοπρακτικής σφαίρας στη νεώτερη εποχή χρωστάμε αναμφίβολα στον Ιμμάνουελ Καντ ––Κριτική του Πρακτικού Λόγου–– που ακόμα γίνεται αδιερώτητα δεκτή ως πηγή κάθε άξιας του ονόματός της ηθικής νομοθεσίας. Δεν σκεφτόμαστε όμως να αναζητήσουμε τις αρχές των οικονομικών μας συμπεριφορών εκεί. Γιατί; Διότι βεβαίως έχει γίνει υπόρρητα δεκτή η αυτονομία του οικονομικού πεδίου και των αρχών του. Εκείνο που συνήθως παραβλέπεται, όμως, είναι ότι η ηθική νομοθεσία του Καντ και η αρχή της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας δεν είναι δύο ανεξάρτητα πράγματα: αντιβαίνουν ευθέως το ένα στο άλλο, και αν δεχθούμε το ένα από τα δύο οφείλουμε να απορρίψουμε πλήρως το άλλο. Θυμίζω μόνον ότι το θεμέλιο της ηθικής στον Καντ απορρέει από την αυτονομοθετική ικανότητα του Λόγου, η οποία αποκρυσταλλώνεται σε μιαν a priori κατηγορική προσταγή. Ο Καντ μας δίνει τρεις εναλλακτικές (και συμπληρωματικές) διατυπώσεις της: 1) Πράττε έτσι ώστε η υποκειμενική αρχή της βουλήσεώς σου να μπορεί πάντοτε να ισχύει ταυτοχρόνως ως αρχή μιας καθολικής νομοθεσίας. 2) Πράττε έτσι ώστε ο υποκειμενικός νόμος της πράξης σου να ισχύει ως καθολικός νόμος της ηθικής φύσης. 3) Πράττε έτσι ώστε, στο πρόσωπό σου όσο και στους άλλους, να μεταχειρίζεσαι την ανθρώπινη φύση ως αυτοσκοπό, ποτέ ως μέσον (υπογράμμιση δική μου).
Δεν θα συζητήσω εδώ βέβαια τα ευρύτερα προβλήματα της καντιανής ηθικής νομοθεσίας. Περιορίζομαι αποκλειστικά στην τρίτη διατύπωση της κατηγορικής προσταγής, η οποία μου φαίνεται μάλιστα ως γενετική ρίζα των προηγούμενων δύο. Σύμφωνα με το κριτήριο που προσάγει ο Καντ, ηθική δεν μπορεί να λογίζεται καμία πράξη εφόσον καθιστά ένα ανθρώπινο πρόσωπο μέσον προς οιονδήποτε ιδιοτελή σκοπό: η εργαλειοποίηση του ανθρώπινου όντος, η χρήση του ως εάν ήταν πράγμα, είναι από ηθική σκοπιά εντελώς απαγορευμένη – επειδή υποβιβάζει την ανθρώπινη υπόσταση γενικά, στο πρόσωπο εκείνου που υφίσταται τον υποβιβασμό αλλά όχι λιγότερο και στο πρόσωπο αυτού ο οποίος τον διενεργεί, στερώντας της εκείνη την αυτονομοθετική ελευθερία χωρίς την οποία η ίδια η ηθική σφαίρα δεν μπορεί να συσταθεί (δηλαδή, δεν έχει κανένα νόημα). Με άλλα λόγια, η πραγμοποίηση (Verdinglichung στον Μαρξ) είναι μια διαδικασία που επεκτείνεται μολυσματικά σε ολόκληρο το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων, εγκλωβίζοντας στην απανθρωποποιητική λογική της τόσο τους δρώντες όσο και τους κατ' αρχάς υφιστάμενους τη δράση τους. Και θέλω αμέσως να εξαγάγω τις επιπτώσεις αυτής της διατύπωσης στα πεδία της πολιτικής και της παραγωγικής δραστηριότητας. Στο πολιτικό πεδίο, θα λέγαμε, ο πολίτης απαγορεύεται να γίνεται αντιληπτός ως υπήκοος, δηλαδή αντικείμενο μιας εξωτερικής νομοθεσίας, αλλά ως πηγή νομοθεσίας ο ίδιος μέσ' από καθολική συμμετοχική διαβούλευση· στο πεδίο της παραγωγής, ο παραγωγός απαγορεύεται να γίνεται αντιληπτός ως πράγμα, δηλαδή μετρήσιμη εργασιακή δύναμη η οποία αγοράζεται και μεταπωλείται, αλλά ως δημιουργός αξίας ο ίδιος υποκείμενης στους δικούς του αυτόνομα επιλεγμένους σκοπούς.
Έτσι διαβασμένη, η καντιανή ηθική νομοθεσία μπορεί να προσαχθεί ως αμετάκλητη απονομιμοποίηση τόσο των σύγχρονων μορφών κράτους όσο και του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής εν γένει. Τίποτα λιγότερο δεν αρκεί, πιστεύω, για τη διάσωση της ανθρωπότητας σήμερα.

Ο Δήμαρχος Κουτσογιάννης και η απαγόρευση του φεστιβάλ άμεσης δημοκρατίας στην πόλη

Δεν είχαμε καμία αυταπάτη πως το παιδί της νεοφιλελεύθερης λογικής των χορηγών, και των πάρτυ στην πλάτη των εθελοντών θα λειτουργούσε διαφορετικά όταν θα έπαιρνε την εξουσία. Ο παραπονιάρης επικεφαλής των φεστιβάλ κινηματογράφου στην πόλη μας, αυτός που εκμεταλλεύτηκε την εργασία και τη δημιουργία εκατοντάδων νέων της πόλης αλλά και ολόκληρου του κόσμου, για να κάνει δημόσιες σχέσεις και πολιτική καριέρα, αρνείται να δώσει άδεια για τη διεξαγωγή του φεστ άμεσης δημοκρατίας. Ενός φεστ που θα γινόταν χωρίς το αλισβερίσι με χορηγούς, χωρίς τη λογική του κέρδους, χωρίς την εκμετάλλευση της εργασίας και των γνήσιων αισθημάτων των εθελοντών. Το φεστ άμεσης δημοκρατίας είναι η καρδιά των συλλογικοτήτων, των συνεργατικών εγχειρημάτων, των συνελεύσεων που αποφάσισαν να φτιάξουν εδώ και τώρα έναν άλλο κόσμο, όπου οι αξίες της δικαιοσύνης, της ισότητας, της αλληλεγγύης είναι το δέντρο των αισθήσεων του.
Η άρνηση του Κουτσογιάννη να χρησιμοποιήσουμε κάποιο δημόσιο χώρο για το φεστ άμεσης δημοκρατίας, είναι μία πολιτική επιλογή που έρχεται να επιβεβαιώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πως ο νέος δήμαρχος θα σταθεί στο πλευρό της καθεστωτικής λογικής, που θέλει τις ζωές μας να πουλιούνται ως εμπόρευμα, στις αγορές των κυρίαρχων. Ο Κουτσογιάννης, δεν θέλει να καταλάβει πως οι εποχές των παχιών δημάρχων που μετέτρεπαν τους δημόσιους χώρους και τον κοινωνικό πλούτο σε τσιφλίκια τους έχουνε περάσει, και δεν πρόκειται να επιστρέψουν. Οι πλατείες, τα σχολεία, τα εργοστάσια, το νοσοκομείο, κάθε γωνιά αυτής της πόλης δεν ανήκουν στην αφεντιά του, για να μπορεί να τα παραχωρεί όπως και όπου θέλει, αποφασίζοντας και διατάσσοντας όπως μας ξεκαθάρισε.
Είμαστε σίγουροι πως ο Κουτσογιάννης και οι αυλικοί του έμαθαν και τρόμαξαν πως στην πόλη τους αναδύεται ένας άλλος κόσμος, αυτός της άμεσης δημοκρατίας, όπου οι άνθρωποι μπορούν να δημιουργούν ζώνες ελευθερίας, ισότητας και δικαιοσύνης χωρίς τη μεσολάβηση του χρήματος, χωρίς την ανάθεση των ζωών τους σε επαγγελματίες της πολιτικής, χωρίς ειδικούς της οικονομίας και της διοίκησης. Ο Κουτσογιάννης και οι αυλικοί του συμβουλεύτηκαν λάθος το μαξιλάρι τους. Οι ιεραρχικές τους συνήθειες, τα απέραντα αλισβερίσια τους με τα οικονομικά και πολιτικά αφεντικά, οι καλοστημένες συνεντεύξεις, οι θεαματικές εικόνες, δεν μπορούν να κρύψουν αυτό που είναι: διαχειριστές ενός καθεστώτος που τα λογαριάζει όλα σε χρήμα, εκφραστές της κακής διακυβέρνησης, εκπρόσωποι της αδικίας και της ανισότητας, υπερασπιστές του νεοφιλελεύθερου φασισμού της εποχής μας.
Εμείς λέμε και πράττουμε το αυτονόητο: οι δημόσιοι χώροι πρέπει να είναι ελεύθεροι για κοινή χρήση από τους πολίτες της πόλης. Οι πολίτες της πόλης μέσα από τις συνελεύσεις τους – σε γειτονιές, συλλόγους κλπ – πρέπει να διαχειρίζονται τη λειτουργία και τη χρηστικότητα τους με σκοπό την ανάδειξη τους ως κοινωνικών χώρων , όπου θα βρισκόμαστε για να συμμετέχουμε, να συζητάμε, να αποφασίζουμε, να δημιουργούμε, να διασκεδάζουμε πέρα από τις λογικές του κέρδους και της εκμετάλλευσης, χωρίς να είμαστε αφεντικά και χωρίς να παραμένουμε δούλοι.
Το φεστιβάλ της άμεσης δημοκρατίας δεν παραιτείται από το αυτονόητο δικαίωμα του να ζει και να αναπνέει ελεύθερα μες τον σάπιο κόσμο των καπιταλιστικών ψευδαισθήσεων. Απέναντι σε αυτή την κακή κυβέρνηση εμείς θα διασφαλίσουμε πως το φεστ δεν θα είναι απλά ένα διήμερο, αλλά θα γιορτάζεται κάθε μέρα του χρόνου, όπου εργαζόμαστε, διασκεδάζουμε, δημιουργούμε, κινούμαστε και ζούμε μέσα στην πόλη. Ξέρουμε πως οι Κουτσογιάννηδες αυτού του τόπου δεν τελείωσαν ακόμα, είμαστε όμως σίγουροι πως ο σπόρος έπεσε προ πολλού και οι μέρες τους είναι μετρημένες. Γιατί η άμεση δημοκρατία δεν είναι η ουτοπία κάποιων γραφικών ρέμπελων της πόλης, αλλά η συλλογική μας εφεύρεση, φτιαγμένη στο εργαστήριο των αγώνων μας για μία καλύτερη ζωή, χωρίς αφεντικά και εργάτες, χωρίς άρχοντες και αρχόμενους, χωρίς διευθυντές και διευθυνόμενους.
Συνέλευση για την άμεση δημοκρατία στη Νάουσα.

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΟΠΙΑ, ΑΛΛΑ ΕΥΤΟΠΙΑ*

Ένα βασικό ερώτημα που τίθεται στη σημερινή κρίσιμη περίοδο γενικευμένης παρακμής είναι το εξής: κατά πόσο είναι εφικτή η δημιουργία ενός πραγματικά δημοσίου χώρου, ο οποίος να εξασφαλίζει την κυριαρχία του δήμου; Κατά πόσο ο αυτοπροσδιορισμός και η αυτοκυβέρνηση, δηλαδή η άμεση δημοκρατία, είναι σήμερα δυνατή και με ποιον τρόπο; Για το ζήτημα αυτό εκφράζονται πολλές αμφιβολίες. Τα αρνητικά επιχειρήματα που συνήθως προβάλλονται είναι α) ότι η σημερινή εντελώς διαφορετική πραγματικότητα δεν προσφέρει τις συνθήκες που υπήρχαν στην αρχαία Αθήνα (μικρό πληθυσμό, μικρή έκταση, απλούστερα προβλήματα), ως εκ τούτου δεν είναι ρεαλιστικό πρόταγμα. Και β) οι άνθρωποι δεν επιθυμούν την αυτοκυβέρνηση, ακολουθούν και ψηφίζουν τα κόμματα, άρα είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί αφού η ανθρώπινη πραγματικότητα είναι αντίθετη. Τα επιχειρήματα αυτά τα έχω συζητήσει αλλού,[1] και εδώ θα αρκεσθώ σε μερικά συμπληρωματικά σχόλια.

Σε αυτούς που αντιτάσσουν ότι η αυτοκυβέρνηση και η δημοκρατία δεν είναι δυνατές, δεν είναι ρεαλιστικά αιτήματα, αλλά ρομαντισμός, αφέλεια ή ουτοπία, η απάντηση είναι ότι ρεαλισμός δεν σημαίνει να υποκύπτεις στην πραγματικότητα και να την δέχεσαι παθητικά και δουλικά, αλλά να αναζητάς μιαν άλλη πραγματικότητα. Ρεαλισμός δεν είναι να αποδέχεσαι την πραγματικότητα, αλλά να προσπαθείς να την αλλάξεις. Ουτοπία δεν είναι να πιστεύεις ότι η πραγματικότητα μπορεί να αλλάξει, αλλά το να πιστεύεις ότι δεν θα αλλάξει και θα παραμείνει όπως έχει επ’ άπειρον. Τα επιχειρήματα αυτά κατά του εφικτού της δημοκρατίας βλέπουν δηλαδή μόνο τη μία πλευρά και παρακάμπτουν μία εξ ίσου σημαντική αλήθεια: πραγματικότητα δεν είναι μόνο αυτά που ισχύουν, η συγκεκριμένη κοινωνικο-οικονομικο-πολιτική κατάσταση, οι εγκαθιδρυμένοι θεσμοί, οι ισχύοντες νόμοι και οι επικρατούσες αξίες. Είναι και όλα όσα εμείς επιθυμούμε και δυνάμεθα να πράξουμε, μετά από στοχασμό και διαβούλευση, όσα θέλουμε και αντιτάσσουμε στην υπάρχουσα κατάσταση, δηλαδή οι δικοί μας θεσμοί, νόμοι και αξίες, η δικιά μας θέληση.[2]  




           
 Αυθεντική (=άμεση) δημοκρατία, δηλαδή μια κοινωνική οργάνωση χωρίς κυβέρνηση, πολιτική "αντιπροσώπευση", Κράτος κ.λπ. είναι η εξαίρεση στην ανθρώπινη ιστορία και χαρακτηρίζει τις εξελικτικές κορυφές στις οποίες κατά καιρούς έχει κατορθώσει να βρεθεί το ανθρώπινο είδος. Η πρώτη και πιο μακροχρόνια εφαρμογή της  συναντάται στην κλασική Ελλάδα. Την ξαναβρίσκουμε κατά την περίοδο της επανεμφάνισης των πόλεων προς το τέλος του Μεσαίωνα (π.χ. Φλωρεντία). Η πιο πρόσφατη εμφάνισή της βρίσκεται στις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος (Κομμούνα του Παρισιού 1871, ρωσική επανάσταση 1917 -πριν φυσικά κατασταλεί και εκφυλιστεί από τους μπολσεβίκους-, ισπανική επανάσταση 1936-1939, ουγγρική επανάσταση 1956 κ.λπ.) και στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα (π.χ. γαλλικός Μάης 1968). Σε κάθε περίπτωση αποδεικνύεται ότι η αυθεντική (=άμεση) δημοκρατία δεν είναι ουτοπία και άπιαστο όνειρο, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι "ρεαλιστές" πολιτικοί και θεωρητικοί της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας και των διαφόρων μαρξιστικών "ορθοδοξιών". 





H Arendt αναλύει και αναδεικνύει την αξία και τη δύναμη της θελήσεως ως πρώτιστο γενεσιουργό παράγοντα της πράξεως (le ressort de l’ action) στο βιβλίο της Η ζωή του πνεύματος, τόμ. 2ος, με υπότιτλο «Η θέληση». Από τις πρώτες σελίδες ήδη τονίζει ότι η θέληση είναι η ανθρώπινη ιδιότητα για την αντιμετώπιση του μέλλοντος, μέσα από την ανοικτή εμπειρία του χρόνου. είναι το όργανο του μέλλοντος, όπως η μνήμη είναι το όργανο του παρελθόντος.[3] Έτσι όμως η θέληση συνδέεται με τη φαντασία, διότι το μέλλον δεν υπάρχει κάπου, δεν είναι άμεσα ορατό, πρέπει να το συλλάβει κανείς με τη δύναμη της φαντασίας. Είναι πολύ δαφωτιστικό ένα χωρίο στο οποίο ο Καστοριάδης συνδέει με μοναδικό τρόπο τη θέληση με τη φαντασία: «Η πολιτική φαντασία έχει εξαφανισθεί. Η εξαφάνιση αυτή της φαντασίας πάει μαζί με την κατάρρευση της θέλησης. Γιατί πρέπει βέβαια να μπορείς να παραστήσεις στο μυαλό σου κάτι που δεν υπάρχει, για να μπορέσεις να θελήσεις. Και πρέπει να θέλεις στα ενδόψυχά σου κάτι άλλο από την απλή επανάληψη, για να μπορείς να φαντάζεσαι».[4] Όλα εξαρτώνται από αυτή την ανθρώπινη δύναμη της φαντασίας, της θέλησης, η οποία επιτρέπει να φαντασθούμε άλλα πράγματα από τα ήδη γνωστά και υπάρχοντα, από τα στερεότυπα και τα καθιερωμένα, να φαντασθούμε, να θελήσουμε, νέες ιδέες, θεσμούς και σημασίες. Πρέπει λοιπόν να φαντασθούμε την άλλη κοινωνία, την άλλη πραγματικότητα, που σημαίνει πρέπει να τολμήσουμε να σκεφθούμε διαφορετικά, να μάθουμε να σκεφτόμαστε αλλοιώς.[5] Φυσικά προς τούτο απαιτείται εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, στις δικές μας δυνάμεις, στις ικανότητές μας.

    Ο Κίρκεγκωρ έλεγε: «Δεν είναι ο δρόμος που είναι δύσκολος, είναι το δύσκολο που είναι δρόμος». Το δύσκολο βρίσκεται στην αδυναμία της θέλησης και στην οκνηρία της φαντασίας, στην απροθυμία να σκεφθούμε και να δράσουμε διαφορετικά. Η μεγαλύτερη δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι τα άτομα και οι κοινωνίες αφήνονται στον εφησυχασμό των «κεκτημένων» και έχουν μία δυσπιστία και φοβία στο καινούριο και το άγνωστο. Προτιμούν τη σιγουριά του ήδη γνωστού και αναγνωρίσιμου, έχουν το δικό τους νόμο αδρανείας. Εδώ βρίσκεται η ουσία του ζητήματος: όταν τολμάμε ίσως χάνουμε ορισμένα πράγματα από τα «κεκτημένα», όταν όμως δεν τολμάμε χάνουμε τον εαυτό μας, την ελευθερία μας, γινόμαστε δούλοι - όπως σήμερα. Από τη στιγμή όμως που λαμβάνουμε την απόφαση ανοίγει ο δρόμος της δημιουργίας του νέου, του άλλου.

    Τίποτε στην Ιστορία δεν είναι εξασφαλισμένο εκ των προτέρων. Η Ιστορία δεν είναι ευθύγραμμη, γραμμική και νομοτελειακή, δεν εξαρτάται από κάποιες αδήριτες φυσικές ή οικονομικές αναγκαιότητες ούτε από «ιστορικούς νόμους». Εδώ βρίσκεται μία μεγάλη συμβολή του Κ. Καστοριάδη, και έχει σχέση με την κριτική που άσκησε στην μαρξική θεωρία: η ιστορία είναι δημιουργία ανθρώπινη, απρόβλεπτη και φαντασιακή, υπερβαίνει τους ορθολογικούς καθορισμούς. Σημειώνει δε χαρακτηριστικά: «Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή πρόβλεψη στην πολιτική και στην ιστορία. Την παραμονή του Μάη του ’68, ο Viansson-Ponté έγραφε το περίφημο άρθρο του ‘’Η Γαλλία πλήττει’’. Πράγματι, έπληττε τόσο πολύ που εξερράγη λίγες εβδομάδες αργότερα. Δεν θέλω βέβαια να πω ότι είμαστε στις παραμονές ενός καινούργιου Μάη του ’68. Απλώς, ότι καμιά σφυγμομέτρηση και καμιά εμπειρική επαγωγή δεν μπορούν να προβλέψουν τη συμπεριφορά ενός πληθυσμού βραχυπρόθεσμα, και ακόμη λιγότερο μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα».[6] Αυτό που συνέβη πριν από τον Μάη του ’68 και καθόρισε την μετέπειτα πορεία ήταν οι πρωτοβουλίες από ένα μέρος του πληθυσμού που είχε αρχίσει να αμφισβητεί θεσμούς, έννοιες, σημασίες, αξίες, τον τρόπο του βίου, και επινοούσε αιτήματα, διεκδικήσεις, νέες μορφές οργάνωσης και δράσης. 

                     
           Photo
                                                     
Μάιος 1968: μια "άγρια βόλτα"  που σάρωσε στο πέρασμά της κάθε είδους αυτόκλητες θεωρητικές "πρωτοπορείες", αυτοδιορισμένες κομματικές "ηγεσίες", αλλά και την απατηλή ασφάλεια των μικροαστικοποιημένων στρωμάτων της διεθνούς "νοικοκυροσύνης". Έκτοτε παραμένει ο διαρκώς επανερχόμενος εφιάλτης κάθε κοινοβουλευτικού (και όχι μόνο) καθεστώτος.


 Το βασικό που παίζει ρόλο, όπως ήδη είπα, είναι η επιθυμία των ανθρώπων να υπάρξουν διαφορετικά, η θέλησή τους να έχουν λόγο γι αυτά που τους αφορούν και τους επηρεάζουν, γι’ αυτά που καθορίζουν τον βίο και το μέλλον τους.[7] Όλα είναι πιθανά και δυνατά, εφ’ όσον εξαρτώνται από την ανθρώπινη βούληση και πράξη, από το κοινωνικό φαντασιακό.[8] Όλα είναι δυνατά για τον άνθρωπο, όπως το διατύπωσε και ο Σοφοκλής με απαράμιλλο τρόπο τον 5ο αιώνα, στο υπέροχο και μοναδικής ομορφιάς και πλήρους νοήματος στάσιμο της Αντιγόνης (πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπω δεινότερον πέλει... στ. 332-375). Το χορικό αυτό είναι ένας ύμνος στην ανθρώπινη δημιουργικότητα, η οποία δεν υπακούει, δεν υποκύπτει σε καμία αναγκαιότητα. Μόνο μία αναγκαιότητα δεν μπορεί να αποφύγει ο άνθρωπος, τον θάνατο: Άπορος επ’ ουδέν έρχεται / το μέλλον . Άϊδα μόνον / φεύξιν ουκ επάξεται.[9] Τη δύναμη του ανθρώπινου και κοινωνικού παράγοντα γνώριζε και ο Αριστοτέλης, ο οποίος στα λεγόμενα ρεαλιστικά βιβλία των Πολιτικών του εξετάζει αναλυτικά τους τρόπους και τις αιτίες εγκαθίδρυσης, διατήρησης και φθοράς όλων των πολιτευμάτων. Αναδεικνύει ως κύριο παράγοντα των αλλαγών τις διαθέσεις και τις προσπάθειες των ανθρώπων, των πολιτικών ομάδων και των κοινωνικών στρωμάτων για εξουσία. Αναφέρει λ.χ. ότι η ολιγαρχία εγκαθίσταται όταν οι ολίγοι πλούσιοι επιθυμούν την εξουσία και έχουν τη δύναμη να την κατακτήσουν, ενώ ταυτοχρόνως οι πολλοί δεν την επιθυμούν και δεν έχουν τη δύναμη να αντισταθούν. 

    Οι σημαντικές αλλαγές στην ιστορία δεν γίνονται από τις κομματικές ηγεσίες, τους βουλευτές και τα κοινοβούλια, από την κρατική νομενκλατούρα και τη γραφειοκρατική διαχείριση, αλλά από την κοινωνική βάση, από τις κοινωνικές συλλογικότητες, που όταν θέλουν και έχουν όραμα εισβάλλουν στο προσκήνιο και απαιτούν άλλη θέσμιση της κοινωνίας. Ας μη ξεχνούμε ότι όταν οι μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές πραγματοποιούνται θεωρούνται αναπόφευκτες και αναγκαίες, ενώ πριν πραγματοποιηθούν θεωρούνται απραγματοποίητες ή ουτοπίες. Ο Max Weber γράφει: «Αναμφίβολα, όλη η ιστορική εμπειρία επιβεβαιώνει την αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν θα είχε πετύχει το εφικτό, αν δεν είχε ξανά και ξανά προσπαθήσει να φθάσει το ανέφικτο». Ένα μόνο παράδειγμα, από τα πολλά, αρκεί. Τον 17ο αιώνα ο John Locke στη Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως δηλώνει για πρώτη φορά μετά τον 5ο π.Χ. αιώνα τα εξής σημαντικά και επαναστατικά: «Η δουλεία αποτελεί για τον άνθρωπο μια κατάσταση τόσο ευτελή, τόσο άθλια και τόσο ευθέως αντίθετη με τη μεγάθυμη ιδιοσυγκρασία και το θάρρος του έθνους μας, ώστε πολύ δύσκολα θα φανταζόμασταν ότι ένας Άγγλος, κι ακόμα λιγότερο, ένας έντιμος άνθρωπος, θα μπορούσε να την υποστηρίξει». Το κήρυγμα αυτό κατά της δουλείας άργησε να γίνει πραγματικότητα, διότι, ως γνωστόν, η δουλεία καταργήθηκε επισήμως μετά από δύο αιώνες, τον 19ο αιώνα. Δηλαδή όταν έγραφε την άποψή του ο Λοκ, ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθεί και φαινόταν ανέφικτη και ουτοπία. 

    Η συμμετοχή λοιπόν των ανθρώπων στις αποφάσεις, στους νόμους και στον έλεγχο της εξουσίας δεν είναι ακατόρθωτη. Τα αιτήματα της ελευθερίας, της ισότητας, της δικαιοσύνης και του ελέγχου δεν είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν. Η δημοκρατία είναι εφικτή. Δεν είναι ουτοπία όπως λέγεται συνήθως από τους ποικίλους σκεπτικιστές, αντιπάλους και εχθρούς της.[10] Ουτοπία είναι το όραμα του αναρχισμού για μία κοινωνία χωρίς εξουσία. Ουτοπία ήταν το όραμα του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού για μία αταξική κομμουνιστική κοινωνία. Αν και ο Μαρξ με τον Ένγκελς παρουσίασαν τον σοσιαλισμό τους ως «επιστημονικό», εν αντιθέσει με τον «ουτοπικό» των προγενεστέρων τους, εν τούτοις και ο δικός τους αποδείχθηκε εξίσου ουτοπικός. Ουτοπία είναι η αναζήτηση μίας ιδανικής, εξιδανικευμένης και τέλειας κοινωνίας, ενώ δημοκρατία είναι η προσπάθεια για μία δίκαιη κοινωνία. Η δημοκρατία δεν είναι ουτοπία, αλλά ευτοπία. Με τη λέξη ευτοπία δεν εννοώ μία τέλεια, ιδεώδη, ευδαίμονα κοινωνία, αλλά μία κοινωνία που έχει βρεί - έχει κατακτήσει - έναν «τόπο» για να στηριχθεί, να κατοικήσει και να πράξει: να διατηρήσει ανοικτό το ζήτημα της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης ως υπόθεση συλλογικής διαβούλευσης. Ο τόπος αυτός δεν είναι άλλος από τον δημόσιο χώρο, τον κοινό χώρο, που περιέγραψα προηγουμένως, και ο οποίος αποτελεί προϋπόθεση και αποτέλεσμα της δημοκρατίας. Η ευτοπία, δηλαδή, είναι ο αυτοσυγκροτούμενος σε κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο δήμος. 





             598605_309190232516366_562071586_n
 
Η πραγματική φύση της κοινοβουλευτικής "δημοκρατίας" είναι όπως και οποιουδήποτε άλλου καθεστώτος, στο οποίο οι αποφάσεις παίρνονται από μια ολιχαρχία "εκλεκτών" (ή "εκλεγμένων") "εν ονόματι" μιας κοινωνίας που οφείλει υπακοή. Η διαφορά βρίσκεται μόνο στο προσωπείο της, το οποίο πολύ συχνά πέφτει, όπως έχει αποδείξει ιστορικά η επανειλημμένη καταφυγή της  στον φασισμό.

    Θα πρέπει εν προκειμένω να σημειωθεί ότι η άμεση δημοκρατία υπήρξε στην πραγματικότητα, ήταν πραγματικό γεγονός, ρεαλιστική, δεν ήταν θεωρητική σύλληψη και ουτοπική έμπνευση. Αντιθέτως η ουτοπία δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην ανθρώπινη σκέψη ως θεωρητική φιλοσοφική απάντηση στη δημοκρατία. Ο εισηγητής της ουτοπίας είναι ο μεγάλος αντιδημοκράτης φιλόσοφος, ο Αθηναίος Πλάτων. Συλλαμβάνει μία θεωρητική πολιτεία, η οποία υπάρχει μόνο στη σκέψη του, και ουσιαστικώς πρόκειται για μία εφιαλτική αντιδημοκρατική ουτοπία. Ουτοπία με την έννοια ότι οι βασιλείς φιλόσοφοι δεν υπήρξαν ποτέ και είναι αδύνατο να βρεθούν όπως τους οραματιζόταν ο Πλάτων, δηλαδή να δημιουργήσουν την αρίστη πολιτεία και την ευδαιμονία – ο ίδιος άλλωστε το παραδέχεται στα μετέπειτα έργα του. Από την άλλη όμως το όραμα του Πλάτωνα δεν ήταν ουτοπία, αλλά ρεαλιστικό όραμα, διότι ανέκαθεν υπήρξαν βασιλείες ανελεύθερες, αυταρχικές και απολυταρχικές, καθώς και άλλες εφιαλτικές αντιδημοκρατικές πολιτείες, και από ότι δείχνει η ανθρώπινη ιστορία θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν όσο οι άνθρωποι δεν αντιστέκονται και δεν αντιδρούν.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Το κείμενο αυτό είναι τμήμα ενός μεγαλύτερου κειμένου που περιέχεται στο συλλογικό Γ. Ν. Οικονόμου (επιμ.), Γένεση της δημοκρατίας και σημερινή κρίση. Μελέτες για τον Κορνήλιο Καστοριάδη, που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις εκδόσεις Ευρασία. Ευχαριστούμε τον εκδότη για την άδεια προδημοσίευσης.
[1] Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009, σ. 84-86.
[2] Βλ. Α. Δεληγιώργη, «Η οντολογία του όντος/Είναι δι’ εαυτόν ως εναντίωση στον σύγχρονο μηδενισμό», Α. Αποστολόπουλος & Γ. Ν. Οικονόμου (επιμ.), Αφιέρωμα στον Κ. Καστοριάδη, στοχαστή της αυτονομίας, Αθήνα, 2010, σ. 219.
[3] Arendt, Τhe Life of the Mind, Vol. 2, Willing, New York, 1978. Βλ. και γαλλική μετάφραση La vie de l’ esprit, vol. 2, Le vouloir, Puf, Paris, 1983.
[4] Καστοριάδης, Ο καιρός, Υψιλον, Αθήνα, 1987, σ. 100.
[5] Καστοριάδης, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, μτφ., Ράππας, Αθήνα, 1981, σ. 410
[6] Καστοριάδης, «Ακυβέρνητη κοινωνία», Ακυβέρνητη κοινωνία, μτφ. Ζ. Σαρίκας, Ευρασία, Αθήνα, 2010, σ. 317.
[7] Πρβλ. Γ. Ν. Οικονόμου, «Δημοκρατία ή αντιπροσώπευση;» Β΄ Μέρος, Πρόταγμα, αρ. 1, Δεκέμβριος 2010. Από το κείμενο αυτό έχω χρησιμοποιήσει αρκετά στοιχεία σε τούτο το κείμενο.
[8] Γ. Ν. Οικονόμου, «Το κοινωνικό-ιστορικό, η αυτονομία και τα επιχειρήματά της», στο Α. Αποστολόπουλος & Γ. Ν. Οικονόμου (επιμ.), Αφιέρωμα στον Κ. Καστοριάδη, στοχαστή της αυτονομίας, Αθήνα, 2010, σ. 167-169.
[9] Βλ. την εξαίρετη ανάλυση του χορικού αυτού από τον Κ. Καστοριάδη στο κείμενό του «Αισχύλεια ανθρωπογονία και σοφόκλεια αυτοδημιουργία», Οι ομιλίες στην Ελλάδα, Υψιλον, Αθήνα, 1990.
[10] Βλ. επίσης Καστοριάδης, «Το πρόταγμα της αυτονομίας δεν είναι ουτοπία», Ακυβέρνητη κοινωνία, μτφ. Ζ. Σαρίκας, Ευρασία, Αθήνα, 2010. 

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Οι ελεύθεροι λαοί πάντα νικούν.Πώς η Αργεντινή απέφυγε τη δεύτερη χρεωκοπία.

Τελικά μόνο η κυβέρνηση Σαμαρά και τα ελληνικά συστημικά ΜΜΕ ... πτώχευσαν την Αργεντινή (α, και ένας δικαστής στις ΗΠΑ)!
Η μεγάλη λατινοαμερικανική χώρα όχι απλά δεν έχει αντιληφθεί τις συνέπειες από την δεύτερη "πτώχευση" που της ... ανακοινώθηκε από τη  κυβέρνηση Σαμαρά (που να ήξεραν στο Μπουένος Αϊρες ότι οι επαίτες των Βρυξελλών θριαμβολογούσαν για την απόφαση του Αμερικανού μπάρμπα-Σαμ που αποφάσισε ότι μια ολόκληρη χώρα μέλος των G20 έπρεπε να πτωχεύσει!), αλλά με το deal που ολοκληρώθηκε σήμερα με το Πεκίνο αντικαθιστά το δολάριο με το γουάν στις συναλλαγές της και προχωρά δυναμικά μπροστά σε μια νέα εποχή!
Ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Αργεντινής, Χουάν Κάρλος Fabrega, συναντήθηκε με τον Κινέζο ομόλογό του την Κυριακή για αποφάσισαν να προχωρήσουν σε συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων (currency swap) των νομισμάτων των δύο χωρών, χρησιμοποιώντας αυτά αντί του δολαρίου, όπως ανακοίνωσαν οι αρχές της Αργεντινής.
Η συμφωνία θα ενεργοποιηθεί άμεσα και θα επιτρέψει στην Αργεντινή να ενισχύσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα με τουλάχιστον 10 δισ. δολ., να πληρώσει τις κινεζικές εισαγωγές με ισοτιμίες γιουάν και να πληρώσει τις κινεζικές εισαγωγές της με ισοτιμίες γουάν, χωρίς να χρειαστεί ούτε ένα δολάριο!
Σύμφωνα με την εφημερίδα La Nacion το Μπουένος Άιρες θα λάβει μια πρώτη δόση του γιουάν αξίας 1 δισ. δολαρίων πριν από το τέλος του έτους, ενώ, η Αργεντινή θα λάβει ακόμη 11 δισ. δολάρια στο πλαίσιο συμφωνίας με την Κίνα.
Τον περασμένο Ιούλιου, ο πρόεδρος της Κίνας Ζι Ζινπίνγκ (φωτό) είχε υπογράψει μια σειρά από συμφωνίες με την Κριστίνα Φερνάντεζ Κίρχνερ με την οποία αναβαθμίζονται συνολικά οι σχέσεις των δύο χωρών. Αλήθεια ο Α.Σαμαράς, γιατί ποτέ δεν σκέφτηκε να κάνει κάτι ανάλογο;
Μεταξύ των συμφωνιών, συνολικού ύψους 7,5 δισ. δολαρίων, ξεχωρίζει και η συμφωνία για χρηματοδότηση με 2,1 δισ. δολάρια -πάλι από την China Development Bank- της κατασκευής σιδηροδρομικών υποδομών με τις οποίες θα διευκολύνεται η μεταφορά της αγροτικής παραγωγής της Αργεντινής προς τα λιμάνια της χώρας
Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένιο Ιούλιο ένας Αμερικανός δικαστής ΗΠΑ δικαίωσε τα πειρατικά αμερικανικά hedge funds και κάλεσε την Αργεντινή να αποπληρώσει το χρέος της προς αυτά, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 10% του συνολικού χρέους που είχε το 2001. Το υπόλοιπο 90% ήταν στα χέρια ομολογιούχων που δέχτηκαν "κούρεμα" κατά 70%.
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση Σαμαρά και κάτι τύπο στιλ Αδωνις Γεωργιάδης πανηγύριζαν γιατί η άμυαλη Αργεντινή δεν δέχθηκε να πληρώσει τους τόκους των γκάνγκστερ των διεθνών κεφαλαιαγορών και έδειχναν το Μπουένος Αϊρες λέγοντας "Είδατε τι έπαθαν οι Αργεντίνοι που δεν πλήρωσαν;" και τα κανάλια έδειχναν εικόνες από ταραχές σοτυς δρόμους της πρωτεύουσας της Αργεντινής, οι οποίες όμως ήταν πλάνα από την πτώχευση του 2011!
Και όλα αυτά προκειμένου να μας πείσουν ότι "Ευτυχώς που σκύψαμε στα τέσσερα αλλιώς θα γινόμασταν Αργεντινή".
Ηθελημένα, φυσικά αγνοούσαν ότι:
Η ανεργία στην Αργεντινή είναι στο 6,9% ενώ στην Ελλάδα είναι στο 27,3% επίσημα (το ανεπίσημα είναι ακόμα πιο δυσθεώρητο).
Η Αργεντινή είναι μια από τις μεγαλύτερες χώρες κτηνοτροφίας και η πρώτη σε παραγωγή σόγιας στον κόσμο. Που σημαίνει ότι είναι αυτάρκης ως χώρα σε είδη διατροφής.
Η Αργεντινή έχει μηδενικό έλειμμα εδώ και μια δεκαετία, αντίθετα το έλλειμμα στην Ελλάδα είναι κάτι σαν ανέκδοτο, και αποτελεί αντικείμενο μόνιμης αλχημείας, για να προκύπτουν "κοινωνικά μερίσματα" πριν τις εκλογές.
Η Αργεντινή έχει το δικό της νόμισμα, το πέσος, ενώ εμείς αντίθετα είμαστε παγιδευμένοι στην φυλακή του ευρώ.
Το σημαντικότερο, η Αργεντινή χρωστάει σε ιδιώτες, αν θέλει δεν τους πληρώνει, και επιλέγει τη σωτηρία των ανθρώπων της.
Η Ελλάδα επί κυβερνήσεως Παπανδρέου αποφάσισε να εξασφαλισθούν οι ιδιώτες πληρώνοντάς τους με δανεικά χρήματα από τα κράτη της ΕΕ, και το ΔΝΤ.
Η Αργεντινή ουσιαστικά δεν χρωστάει, αντίθετα εμείς χρωστάμε 174% του ΑΕΠ!
Τέλος στην Ελλάδα δεν θέλει να επενδύσει κανείς. Αντίθετα στην Αργεντινή θέλουν να επενδύσουν όλοι και να γίνει μέλος των BRICS!
Kαι εν πάση περιπτώσει, η Αργεντινή μετά την χρεοκοπία του 2001, είναι στους G20, τους 20 "μεγάλους" του πλανήτη.
Την Ελλάδα που ακριβώς την έχουν τοποθετήσει οι κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά; Στον "υπόνομο" των διεθνών αγορών...
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
ΔΙΑΔΩΣΕ ΤΟ ΑΡΘ